Από την έντυπη έκδοση
Του Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Ο καθένας κράτησε από την επίσκεψη Κυριάκου Μητσοτάκη στο Βερολίνο και τη συνάντηση με την καγκελάριο Μέρκελ -και τις δηλώσεις αμφοτέρων, και τις ενημερώσεις και τις διαρροές- ό,τι ταιριάζει με την προκατάληψή του.
Αναμενόμενο, παγίως επανερχόμενο ως φαινόμενο στην ελληνική μας πραγματικότητα.
Καθώς και οι δύο πλευρές συνειδητά επιχείρησαν να στρέψουν την προσοχή προς το μέλλον, τη διάθεση συνεργασίας κ.λπ., φυσιολογικό ήταν να καταγραφεί η προσέλευση της Άγκελα Μέρκελ στη βολική εκείνη άποψη ότι «το 50% της οικονομίας είναι ψυχολογία». Συνεπώς, άμα πιάσει κανείς με επιτυχία αυτή τη διάσταση στην κοινή γνώμη/στα οικονομούντα άτομα (που λέγαμε παλιότερα), τότε έχει μπροστά του θετική προοπτική. Οπότε... μπορεί να αφήσει τον χρόνο να φύγει, με τις θετικές προθέσεις, αφήνοντας γι’ αργότερα τα πιο συγκεκριμένα! Άγνωστον αν η καγκελάριος γνώριζε ότι στην Ελλάδα αυτή η θυμοσοφία περί οικονομίας και ψυχολογίας έχει χρησιμοποιηθεί μέχρις εξαντλήσεως: τη δίδασκε ο Ξενοφών Ζολώτας από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια (έχοντας «μαθητή» του σ’ αυτήν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή), τη χρησιμοποιούσε και ο Ανδρέας Παπανδρέου στη Μεταπολίτευση - προπαντός όμως βολεύει ως ατάκα τη μιντιακή προσέγγιση των πραγμάτων.
Άγνωστον αν η καγκελάριος είχε ενσωματώσει στον ενθαρρυντικό της αυτό λόγο και τα πρόδρομα σημάδια σημαντικής βελτίωσης του Δείκτη Οικονομικού Κλίματος. Τον οποίο αδιαλείπτως υπολογίζει εδώ και 30τόσα χρόνια το ΙΟΒΕ (σε συνεργασία με τη Γ.Δ. EcFin της Επιτροπής, ως μέρος του Εναρμονισμένου Προγράμματος Επιχειρηματικών Ερευνών της Ε.Ε., άρα οι όποιες επιφυλάξεις για την μεθοδολογία και το τι ακριβώς μετράει ο δείκτης πάνε πίσω...). Τον Αύγουστο, με την οικονομία πλέον σαφώς στα χέρια της νέας κυβέρνησης, ο Δείκτης έκανε άλμα - στις 108,4 μονάδες, διαβάζουμε, μετά από έναν ήδη καλό Ιούλιο στις 105,3 μονάδες: οτιδήποτε πάνω από τις 100 μονάδες δείχνει θετική πρόσληψη των πραγμάτων. Τότε το ΙΟΒΕ είχε σημειώσει προσεκτικά ότι κάθε φορά μετά τις εκλογές ο κόσμος δείχνεται αισιόδοξος («αυτό συμβαίνει συστηματικά σχεδόν σε όλες τις εκλογικές διαδικασίες των τελευταίων ετών»), τώρα όμως το άλμα του Δείκτη είναι φανερό. Σημειωτέον ότι ο αντίστοιχος δείκτης στην Ευρωζώνη βρίσκεται (μέσος όρος των χωρών) πιο χαμηλά - στο 103,1 τον Αύγουστο, δηλαδή επίσης θετικά, και τούτο... παρόλο που όλοι μιλούν για σύννεφα στην παγκόσμια και δη ευρωπαϊκή οικονομία. Πρόδρομος δείκτης της συγκυρίας, ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος δείχνει κανονικά πού θα πορευθεί η οικονομία, δηλαδή πού θα διαμορφωθεί ο ρυθμός ανάπτυξης (σωστότερα: μεγέθυνσης) στο επόμενο χρονικό διάστημα.
Υπ’ αυτήν την έννοια, όλα τα μάτια είναι ήδη στραμμένα στις 4 Σεπτεμβρίου, οπότε η ΕΛΣΤΑΤ θα ανακοινώσει την ανάπτυξη β’ 3μήνου της χρονιάς. Το α’ 3μηνο υπήρξε σχετική ψυχρολουσία, με αύξηση μεν για ένατο συνεχές 3μηνο, πλην όμως μόλις 1,3%, ενώ για το σύνολο της χρονιάς προσδοκάται κάτι γύρω (έστω ελαφρώς κάτω...) από 2%. Και είναι βέβαια δεδομένο ότι τα δύο μεσαία 3μηνα τροφοδοτούν την αισιοδοξία -τουρισμός γαρ, αν και φέτος κάτι σαν ανάσχεση αναφερόταν- όμως αν η τωρινή καταγραφή δεν φέρει χαμόγελα, τότε ο συνολικός στόχος στην περιοχή του 2% θα θαμπώσει. Επικινδύνως. Κι έχουμε ΔΕΘ μπροστά. Και έχουμε κατάρτιση προϋπολογισμού 2020 παρακάτω: εδώ ειδικά, το οικονομικό κλίμα «γράφει» σημαντικά λιγότερο απ’ ό,τι το ποσοστό αύξησης του ΑΕΠ.
Ανεξαρτήτως αν στη συνάντηση στην καγκελαρία τα μεγέθη αυτά ήταν παρόντα, η άλλη ματιά στο μέλλον αφορούσε τις προοπτικές επενδύσεων. Γιατί χωρίς επενδύσεις, η συζήτηση περί ανάπτυξης είναι φιλολογία. Εδώ λοιπόν διατυπώθηκαν προθέσεις συνεργασίας (δηλαδή: γερμανικής/ευρωπαϊκής συμμετοχής στην αναστροφή της επενδυτικής απερήμωσης της ελληνικής οικονομίας) με επιχειρούμενες συγκεκριμένες αναφορές: ενέργεια/προώθηση ανανεώσιμων, περιβάλλον/διαχείριση απορριμμάτων.
Σ’ αυτό το επίπεδο όμως χρειάζεται μεγαλύτερη προσοχή και λιγότερος ενθουσιασμός. Τι εννοούμε; Τουλάχιστον να μην επαναληφθεί το φιάσκο της εποχής Ρέσλερ/Σόιμπλε, τότε που με το φαραωνικό εκείνο σχέδιο Helios πήγαν να... λύσουν το πρόβλημα ενεργειακού πρασινίσματος της τότε Γερμανίας, με «αξιοποίηση» των κονδυλίων ΕΣΠΑ/βοήθειας προς την Ελλάδα της κρίσης. Όταν τα μέτρησαν και τα υπολόγισαν στα σοβαρά, προέκυψε ότι οι απώλειες από τη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας θα ήταν τόσες, που το σχέδιο δεν έβγαζε οικονομικά νόημα! Ας ρωτήσουν οι σημερινοί χειριστές των πραγμάτων τους ανθρώπους της εποχής Σαμαρά-Στουρνάρα: είναι διδακτική η περίπτωση.
Η συζήτηση περί επενδύσεων χρειάζεται να έχει βάθος, όσο κι αν είναι καλοδεχούμενη. Κατά τα άλλα, η απόδοση του 10ετούς στο 1,6% δικαιολογεί να ξεφεύγει ο λόγος αισιοδοξίας.