Οι αιρετοί τoυ ακροδεξιού κόμματος της Λέγκας έχουν αρχίσει να εφαρμόζουν διχαστικές πολιτικές σε πολλά σημεία της Ιταλίας, όπως αναφέρει σε δημοσίευμά της η La Reppublica. Ωστόσο μία δήμαρχος φαίνεται να έχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο με τις κινήσεις της.
Στο Μονφαλκόνε, στην επαρχία της Γκορίτσια, στη Βόρεια Ιταλία, η δήμαρχος, Άννα Μαρία Τσίζιντ, έχει απασχολήσει πολλές φορές τον Τύπο της χώρας με τις οπισθοδρομικές αποφάσεις της. Αφότου επέβαλε ανώτατο όριο 45% στην παρουσία ξένων μαθητών στα νηπιαγωγεία της πόλης και αφού απαγόρευσε από τις δημοτικές βιβλιοθήκες εφημερίδες αριστερών τάσεων, όπως οι Avvenire και Manifesto, τώρα βάζει στο στόχαστρο και τους εκπαιδευτικούς που έχουν εκφράσει προοδευτικές απόψεις.
«Με την ιδεολογία τους δηλητηριάζουν τους νεους, παρουσιάζοντας ανοικτά τις δημοκρατικές επιλογές που οι Ιταλοί επιδεικνύουν απέναντι στις δημοτικές αρχές της Λέγκας», τονίζει η ίδια, προτάσσοντας καμιά δεκαριά μηνύματα «ανησυχίας και αγανάκτησης» που έχει συλλέξει μέσα στη διετία που έχει αναλάβει καθήκοντα από γονείς, μαθητές, ακόμη και καθηγητές.
Όπως επισημαίνει σε tweet της η πρώην κυβερνήτης της Περιφέρειας Φριούλι-Βενετία Τζούλια και τώρα βουλευτής με το Δημοκρατικό Κόμμα (PD), Ντέμπορα Σερακιάνι, «δεν υπάρχει τέλος στην αλαζονεία και τη μανία της Λέγκας. Η ορμή της εκκαθάρισης τώρα έχει εντοπίσει έναν νέο εχθρό για να καταδικάσει δημοσίως. Τώρα είναι η σειρά των εκπαιδευτικών, που μόνη ευθύνη τους είναι πως δεν συμμερίζονται τη γνώμη της κυβέρνησης κι εκφράζουν ελεύθερα τη γνώμη τους. Μετά από αυτό το βήμα μπορεί να ακολουθήσουν και άλλοι τομείς, αρκεί να κυριαρχήσει ο μονόδρομος τρόπος σκέψης». Όπως προσθέτει ο αναπληρωτής επικεφαλής της ομάδας του PD στην Περιφέρεια Ντιέγκο Μορέτι,«αό τον Σεπτέμβριο στο Μονφαλκόνε -και απ’ ότι φαίνεται όχι μόνον εκεί- θα έχουμε νέους καταλόγους προγραφών, που ενδέχεται να δημοσιεύονται και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης».
Όμως, η δήμαρχος επιμένει πως το μόνο που έχει σημασία είναι να προστατευθούν η ανάπτυξη και η καλλιέργεια των παιδιών. «Σαν μητέρα πάντα θεωρούσα πως η προστιθέμενη αξία του σχολείου είναι να προσφέρει στα παιδιά τα εργαλεία για τη διάπλαση ενός αυτόνομου κριτικού πνεύματος», υπογραμμίζει, θέλοντας να καταρρίψει τις επικρίσεις. Αλλά ως «δήμαρχος» σημειώνει πως «δεν μπορεί να παραμείνει ανενεργή μπροστά σε αυτήν την κατάσταση. Θα ήταν ασυγχώρητο».
Για αυτόν τον λόγο και για να προσδώσει ένα θεσμικό περίβλημα στην απόφασή της, η Τσίζιντ ανέθεσε την κατάρτιση των σχετικών καταλόγων στον Συνήγορο των Δικαιωμάτων των Παιδιών και Εφήβων, που θα αξιολογεί κάθε συγκεκριμένη περίπτωση και θα κρίνει εάν πρέπει να τη διαβιβάσει στον καθ’ ύλην αρμόδιο, τον διευθυντή της μονάδας, την τοπική σχολική διεύθυνση ή το υπουργείο.
Πάντως, η ίδια απορρίπτει τις κατηγορίες για «προγραφές» και δηλώνει πως «τρέφει μεγάλη εκτίμηση στον κλάδο των εκπαιδευτικών». Κατά την ίδια, η πολιτική θα πρέπει να παραμείνει εκτός σχολείου, καθώς αποδίδει τη λάθος αντιμετώπιση της απόφασής της «όχι στην κριτική καθ’αυτή, αλλά στο γεγονός ότι γίνεται με όρους ιδεολογικούς και κομματικούς».
«Το μοναδικό πρόβλημα», τονίζει, «είναι το κλίμα μίσους και τρομοκρατίας που διαμέσου των μέσων κοινωνικής δικτύωσης έχει ξεσπάσει στην πόλη μας (που ήταν προπύργιο της Αριστεράς) αφότου οι πολίτες της αποφάσισαν να ακολουθήσουν μία πορεία διαφορετική από ένα παρελθόν που οι κάτοικοι αποστρέφονται. Αυτή η απονομιμοποίηση δεν είναι ανεκτή όταν γίνεται στα μέσα ή στις συζητήσεις στα μπαρ. Εάν, δε, μεταφέρεται στο εσωτερικό των σχολείων γίνεται απαράδεκτη. Δεν αποτελεί, πλέον, ελευθερία έκφρασης και διδασκαλίας, αλλά διασπορά του μίσους μέσω της εργαλειοποίησης των νέων».
Πηγή: ΑΜΠΕ