Νέα σημαντικά ευρήματα έφερε στο φως το έργο του Γ' ΚΠΣ «Προστασία - ανάδειξη οχύρωσης αρχαίας Απτέρας/Στερέωση-συντήρηση μνημείων», που βρίσκεται στην τελική του φάση.
Οι εργασίες αποκάλυψαν, περιμετρικά, το συνολικό μήκος της οχύρωσης (3.480 μ.) η κατασκευή της οποίας χρονολογείται λίγο μετά τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ.
Οι ανασκαφικές εργασίες αποκάλυψαν κατ' αρχήν μία από τις πύλες της πόλης και ορθογώνιο οχυρωματικό πύργο. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα στρώματα με τα υπολείμματα των μαχών της ελληνιστικής περιόδου, αλλά και ο ενταφιασμός νεογέννητων βρεφών κατά το β' μισό του 4ου αιώνα π.Χ., δίπλα στον οχυρωματικό πύργο.
Στον ίδιο χώρο και στη συνέχεια του ηρώου που είχε αποκαλυφθεί κατά τις εργασίες του Β' ΚΠΣ, ήρθαν στο φως δύο μεγάλα ταφικά μνημεία από τα οποία έχει διασωθεί το μεγαλύτερο μέρος του αρχιτεκτονικού υλικού. Το πιο εντυπωσιακό από τα δύο έχει υπόγειο χώρο ενταφιασμού, εξαιρετικά επιμελημένης κατασκευής, στον οποίο οδηγεί κλίμακα και προθάλαμος. Είναι κατασκευασμένο από μεγάλες λιθοπλίνθους και μεταξύ τοιχωμάτων και οροφής έχει λαξευμένο διπλό κυμάτιο, στο οποίο διατηρούνται καρφιά για την ανάρτηση κτερισμάτων ή λύχνων για φωτισμό. Στον κυρίως θάλαμο υπάρχουν τέσσερις κτιστές ταφικές θήκες.
Το μνημείο είχε συληθεί εν μέρει τον 6ο - 7ο αιώνα μ. Χ., όταν κατασκευάστηκαν πολύ πρόχειρα, από το οικοδομικό υλικό των μνημείων, οι τάφοι που βρίσκονται στον ίδιο χώρο. Από τη σύληση είχαν απομείνει πήλινα ειδώλια ερώτων και γυναικείων μορφών, μεγάλου μεγέθους, λύχνοι, γυάλινα και πήλινα αγγεία και άλλα μικροαντικείμενα. Τα ταφικά μνημεία πρέπει να χρονολογηθούν στον 1ο - 2ο αιώνα μ.Χ., αν και τα ανασκαφικά δεδομένα δείχνουν ότι τουλάχιστον το μνημείο με το υπόγειο ίσως να είχε κατασκευαστεί στην ελληνιστική περίοδο.