Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Η σημερινή κυβέρνηση υποστηρίζει ότι έχει κερδίσει την αξιοπιστία της απέναντι στους θεσμούς και στις αγορές κάτι που θα της επιτρέψει -αν επικρατήσει στις εκλογές της 7ης Ιουλίου- να «περάσει» τη μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 2,5%, έστω με την εγγύηση του «ειδικού λογαριασμού» στον οποίο θα μεταφερθούν πόροι από το μαξιλάρι του χρέους. Η σημερινή αντιπολίτευση υποστηρίζει ότι αν κληθεί στις 8 Ιουλίου να σχηματίσει κυβέρνηση θα κερδίσει την εμπιστοσύνη αγορών και δανειστών και μετά θα θέσει ανοικτά θέμα επαναδιαπραγμάτευσης των στόχων με «καθαρό τρόπο», χωρίς δηλαδή ειδικούς λογαριασμούς και αναφορά στο μαξιλάρι ασφαλείας.
Όλα αυτά λέγονται προεκλογικά. Με το που θα ξημερώσει όμως η επόμενη μέρα, η προεκλογική ρητορική του ενός ή του άλλου κόμματος -ανάλογα με το ποιο θα κόψει τελικώς πρώτο το νήμα στις επικείμενες βουλευτικές εκλογές- θα μπει στο μικροσκόπιο (αν όχι στο στόχαστρο) και των δανειστών και των αγορών. Το πιο πιθανό (αν όχι βέβαιο) είναι ότι ανεξάρτητα από το ποιο κόμμα θα κληθεί να σχηματίσει κυβέρνηση, ο προϋπολογισμός της επόμενης χρονιάς θα πρέπει να κλείσει με πρόβλεψη ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα πρέπει να διαμορφωθεί στο 3,5%. Διότι μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να επικαλείται τον ειδικό λογαριασμό και το μαξιλάρι του χρέους για να κερδίσει δημοσιονομικό χώρο 2 δισ. ευρώ και να χρηματοδοτήσει τις παροχές του 2020, αυτό όμως δεν είναι συμφωνημένο με τους θεσμούς. Όσες φορές ρωτήθηκαν Ευρωπαίοι αξιωματούχοι επί του θέματος απέφυγαν ευγενικά τη συζήτηση, παραπέμποντας στο Eurogroup του Σεπτεμβρίου. Όσοι γνωρίζουν τον τρόπο σκέψης των Ευρωπαίων αμφιβάλλουν σχετικά με το κατά πόσο θα μπορούσε να γίνει δεκτός ο σχεδιασμός της σημερινής κυβέρνησης. Όσον αφορά τη ρητορική της Νέας Δημοκρατίας περί επαναδιαπραγμάτευσης των στόχων, η ίδια η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση έχει ξεκαθαρίσει ότι το θέμα δεν αφορά τον προϋπολογισμό του 2020.
Η επόμενη μέρα είναι ξεκάθαρο ότι θέλει χαρτί και μολύβι. Μέχρι τον Σεπτέμβριο ο νέος υπουργός Οικονομικών θα πρέπει να έχει μετρήσει τα φετινά έσοδα και έξοδα του προϋπολογισμού, να μπορεί να δώσει διαβεβαιώσεις για το αν βγαίνει ή όχι το φετινό πρωτογενές πλεόνασμα και μετά να υπολογίσει τον πιθανό δημοσιονομικό χώρο της επόμενης χρονιάς. Τα όσα έχουν ακουστεί και από τα δύο μεγάλα κόμματα κατά την προεκλογική περίοδο για το 2020 είναι πολύ δύσκολο να «χωρέσουν» στον προϋπολογισμό της επόμενης χρονιάς. Ένα, λοιπόν, είναι το σίγουρο: η επόμενη μέρα θα έχει πολλή δουλειά και πολλή διαπραγμάτευση.