Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ επέφερε πλήγμα σήμερα στον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ καθώς έκρινε ότι η κυβέρνηση δεν παρείχε επαρκείς εξηγήσεις για το σχέδιό της να προσθέσει μια ερώτηση περί υπηκοότητας στο ερωτηματολόγιο της απογραφής του 2020.
Με την απόφασή τους οι δικαστές δικαίωσαν την Πολιτεία της Νέας Υόρκης και διάφορες οργανώσεις για τα δικαιώματα των μεταναστών που είχαν προσφύγει στη δικαιοσύνη. Ουσιαστικά, έκριναν εν μέρει ορθή την απόφαση που έλαβε ένας ομοσπονδιακός δικαστής ο οποίος έκρινε ότι η ερώτηση δεν πρέπει να συμπεριληφθεί στα ερωτηματολόγια. Ωστόσο, δεν αποφασίστηκε οριστικά και αμετάκλητα αν μπορεί να προστεθεί κάποια άλλη στιγμή.
Η κυβέρνηση του Ρεπουμπλικανού προέδρου είχε προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο επειδή τα κατώτερα δικαστήρια μπλόκαραν την προσθήκη αυτής της ερώτησης ενόψει της δεκαετούς απογραφής του πληθυσμού. Πολλές Πολιτείες, συμπεριλαμβανομένης της Νέας Υόρκης, αντιδρούσαν με το σκεπτικό ότι η ερώτηση θα προκαλούσε στους παράτυπους μετανάστες τον φόβο ότι η πληροφορία αυτή θα μεταφερόταν στη συνέχεια στις υπηρεσίες επιβολής του νόμου και για τον λόγο αυτό θα απέφευγαν να απογραφούν.
Η απογραφή χρησιμοποιείται μεταξύ άλλων για την κατανομή ποσού ύψους περίπου 800 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε ομοσπονδιακά κεφάλαια και για την κατανομή των εδρών στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Ο σκοπός της ερώτησης περί υπηκοότητας – σύμφωνα με εκείνους που διαφωνούσαν– ήταν να γίνει σκόπιμη υπομέτρηση στις περιοχές με μεγάλο πληθυσμό μεταναστών και ισπανόφωνων, κάτι που θα κόστιζε έδρες στους Δημοκρατικούς, προς όφελος των Ρεπουμπλικάνων.
Οι επιχειρήσεις βασίζονται επίσης στα στοιχεία της απογραφής για να λάβουν κρίσιμες αποφάσεις για τη μελλοντική στρατηγική της, όπως το πού θα επενδύσουν κεφάλαια.
Η ερώτηση της υπηκοότητας δεν έχει τεθεί σε καμία απογραφή μετά το 1950. Οι εμπειρογνώμονες της Υπηρεσίας Απογραφής εκτιμούν ότι περίπου 6,5 εκατομμύρια άνθρωποι δεν θα συμμετείχαν αν ήταν αναγκασμένοι να απαντήσουν σε μια τέτοια ερώτηση.
naftemporiki.gr με πληροφορίες από ΑΜΠΕ