Από την έντυπη έκδοση
Της Σοφίας Δέδε,
διαπιστευμένης διαμεσολαβήτριας του υπουργείου Δικαιοσύνης και Ανθρώπινων Δικαιωμάτων
Η ελληνική αγορά των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων αγγίζει τα 81 δισ. ευρώ και έχει τον υψηλότερο δείκτη στην Ευρώπη (44,8%). Οι στόχοι μείωσης των ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων την επόμενη τριετία είναι ιδιαίτερα απαιτητικοί και φιλόδοξοι και απαιτούνται πολύπλευρες και συντονισμένες ενέργειες προκειμένου να επιτευχθούν. Στο πλαίσιο αυτό, κρίνεται μείζονος σημασίας η αξιοποίηση εξωδικαστικών θεσμών και διαδικασιών από την πλευρά τόσο των δανειοληπτών όσο και των τραπεζικών Ιδρυμάτων, με στόχο την ταχύτερη και ουσιαστικότερη επίλυση του προβλήματος.
Ο θεσμός της διαμεσολάβησης αποτελεί έναν από τους εναλλακτικούς τρόπους εξωδικαστικής διαπραγμάτευσης μεταξύ πελάτη - τράπεζας με στόχο τη ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων. Παρόλο που αρχικά θεσπίστηκε με το Ν. 3898/10 και εν συνεχεία μεταρρυθμίστηκε με το Ν. 4512/18, ωστόσο ξεκίνησε να έχει πρακτική εφαρμογή στις τραπεζικές διαφορές το τελευταίο έτος, καθότι η μη υποχρεωτικότητα του θεσμού της τραπεζικής διαμεσολάβησης ως προστάδιο των νομικών ενεργειών δεν συνέβαλε ιδιαιτέρως στην ανάπτυξη του θεσμού.
Η τραπεζική διαμεσολάβηση έχει εφαρμογή σε όλες τις διαφορές μεταξύ δανειολήπτη (ιδιώτη, επαγγελματία, επιχείρηση) και τραπεζικού ιδρύματος, με απώτερο στόχο την εξεύρεση μίας αμοιβαίως επωφελούς λύσης μεταξύ των μερών. Ειδικά στις ρυθμίσεις των ληξιπρόθεσμων οφειλών, όπου η δικαστική οδός είναι μία χρονοβόρα και κοστοβόρα διαδικασία, η τραπεζική διαμεσολάβηση αποτελεί την καλύτερη επιλογή και για τα δύο μέρη.
Η διαδικασία είναι εκούσια, δηλαδή τα μέρη προσέρχονται οικειοθελώς, προϋπόθεση ωστόσο αποτελεί η έγγραφη συμφωνία υπαγωγής στη διαμεσολάβηση. Απαραίτητη συνθήκη για τη διεξαγωγή αποτελεί η παράσταση δικηγόρου, ενώ, κομβικό στοιχείο είναι η εξουσία διαθέσεως των μερών (authority to settle), το οποίο αποτελεί βασικό στοιχείο ελέγχου του διαμεσολαβητή κατά την έναρξη της διαδικασίας.
Ο διαμεσολαβητής επιλέγεται από τα μέρη και έχει ως κύριο καθήκον τη διευκόλυνση της διαδικασίας διαπραγμάτευσης και τον έλεγχο της τήρησης των κανόνων. Λειτουργεί ουδέτερα, αμερόληπτα και βοηθά τα μέρη να καταλήξουν σε μία κοινά αποδεκτή συμφωνία. Η εξειδίκευση του διαμεσολαβητή σε τραπεζικά ζητήματα αν και δεν κρίνεται αναγκαία, είναι ωστόσο καθοριστική, καθότι η πολυπλοκότητα του αντικειμένου επιτάσσει γνώσεις τόσο στα θέματα τραπεζικής πρακτικής όσο και στα θέματα των ρυθμίσεων.
Ο τόπος διεξαγωγής, ο χρόνος και τα λοιπά διαδικαστικά θέματα καθορίζονται από τον διαμεσολαβητή σε συνεργασία με τα μέρη. Συνήθως επιλέγεται ένα ουδέτερο μέρος ως ο τόπος όπου θα λάβει χώρα η διαμεσολάβηση. Η διαδικασία εξελίσσεται με κοινές και χωριστές συναντήσεις, κατά τις οποίες τηρούνται το απόρρητο και η εμπιστευτικότητα των πληροφοριών που ανταλλάσσουν τα μέρη μεταξύ τους. Ειδικά στις τραπεζικές ρυθμίσεις, η εμπιστευτικότητα των δεδομένων και το απόρρητο των πληροφοριών είναι κομβικής σημασίας, καθώς συντελούν θετικά στη δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης μεταξύ δανειολήπτη και τράπεζας.
Τα μέρη είναι ελεύθερα να τερματίσουν τη διαδικασία ανά πάσα στιγμή, χωρίς δεσμεύσεις ή κυρώσεις, γεγονός που καθιστά τη διαμεσολάβηση μία εξαιρετικά δυναμική διαδικασία επίλυσης διαφορών. Από τη στιγμή που υπάρξει συμβιβαστική λύση, συντάσσεται το πρακτικό επιτυχίας, το οποίο αποτελεί εκτελεστό τίτλο εφόσον η συμφωνία περιλαμβάνει αξίωση που μπορεί να εκτελεστεί αναγκαστικά. Αρκεί η κατάθεσή του στο αρμόδιο Πρωτοδικείο από ένα εκ των δύο μερών.
Η πρακτική εφαρμογή του θεσμού στις τραπεζικές ρυθμίσεις, αν και περιορισμένη, έχει επιδείξει εμφανώς τα θετικά αποτελέσματα της διαδικασίας. Ο σύντομος χρόνος ολοκλήρωσης (1-2 μήνες από την υποβολή του αιτήματος) και το χαμηλό κόστος σε σχέση με τη δικαστική οδό (το 1/4 σε σχέση με τις ενέργειες αναγκαστικής εκτέλεσης) είναι τα βασικότερα πλεονεκτήματα της διαδικασίας. Το πιο σημαντικό ωστόσο απ’ όλα είναι η επίτευξη κοινά αποδεκτής λύσης τόσο για τον οφειλέτη όσο και για την τράπεζα. Για τον πιστούχο η συμφωνία είναι προσαρμοσμένη στις ανάγκες και στις δυνατότητές του ούτως ώστε να είναι σε θέση να την τηρεί, ενώ για την τράπεζα η οριστική διευθέτηση της οφειλής συμβάλλει καθοριστικά στη μείωση των ληξιπρόθεσμων ανοιγμάτων.
Επιπλέον, η αποφυγή των εντάσεων, των συγκρούσεων και της διατάραξης των σχέσεων συνεργασίας με την τράπεζα, η αποκατάσταση και ενίοτε η διεύρυνσή τους είναι μερικά ακόμη οφέλη της τραπεζικής διαμεσολάβησης.
Μέχρι σήμερα, πάντως, μόνο μία εκ των τεσσάρων συστημικών τραπεζών έχει αναπτύξει την τραπεζική διαμεσολάβηση και διαπραγματεύεται με τους πελάτες της τη ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων.
Η διεύρυνση του θεσμού και στις υπόλοιπες συστημικές τράπεζες μόνο θετικά αποτελέσματα μπορεί να επιφέρει, τόσο στην εξέλιξη του ίδιου του θεσμού, όσο και στο ζήτημα των «κόκκινων» δανείων, συνεισφέροντας αποτελεσματικά στη μείωση του δείκτη των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPE ratio).