Στη δεύτερη βαθμίδα της έκθεσης του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων παραμένει η Ελλάδα, καθώς, όπως αναφέρεται, η χώρα μας δεν πληροί ακόμα τα κριτήρια. Αναγνωρίζεται, ωστόσο, ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει καταβάλει σημαντικές προσπάθειες για τη βελτίωση του νομοθετικού πλαισίου και τη λειτουργία των αρμόδιων υπηρεσιών.
Απαριθμώντας ορισμένες από τις προσπάθειες, η έκθεση τονίζει ότι η Υπηρεσία Καταπολέμησης Εμπορίας Ανθρώπων έκανε ισχυρές έρευνες και από κοινού ελέγχους με επιθεωρητές εργασίας και κοινωνικούς λειτουργούς. Επιπλέον, γίνεται αναφορά στην έναρξη της λειτουργίας του διεπιστημονικού εθνικού μηχανισμού παραπομπής, ο οποίος λειτουργεί σύμφωνα με τις κατάλληλα τυποποιημένες διαδικασίες. Ακόμη, η έκθεση σημειώνει ότι «το γραφείο του Εθνικού Εισηγητή για την Καταπολέμηση της Εμπορίας Ανθρώπων οδήγησε σε προσπάθειες ολόκληρης της κυβέρνησης για την καταπολέμηση της εμπορίας, συμπεριλαμβανομένου ενός σχεδίου για την εξάλειψη της καταναγκαστικής εργασίας στις αλυσίδες εφοδιασμού της τοπικής αυτοδιοίκησης».
Αναφορά γίνεται σε μια σειρά αδυναμιών που εξακολουθούν να υφίστανται, όπως η αργή διαδικασία ελέγχου και οι υπερπλήρεις εγκαταστάσεις στους καταυλισμούς προσφύγων και των ασυνόδευτων ανηλίκων. Επίσης, τονίζεται ότι δεν κατεβλήθησαν προληπτικές προσπάθειες ταυτοποίησης για την καταναγκαστική εργασία και τα ασυνόδευτα παιδιά και ορισμένες αρχές ανεπίσημα απέσυραν ορισμένους μετανάστες και αιτούντες άσυλο στην Τουρκία, αποθαρρύνοντας τα θύματα από τον αυτοπροσδιορισμό ή τη συνεργασία.
«Η εξειδικευμένη υποστήριξη των θυμάτων παρέμεινε ανεπαρκής ή απρόσιτη, ενώ οι διαδικασίες συχνά διήρκεσαν από δύο έως έξι χρόνια, γεγονός που εμπόδισε τη συνεργασία των θυμάτων και των βασικών μαρτύρων και είχε ως αποτέλεσμα αθωώσεις των υπόπτων διακινητών», σημειώνεται.
Στην έκθεση καταγράφεται ότι η Ελληνική Αστυνομία διατήρησε το Τμήμα Καταπολέμησης Εμπορίας Ανθρώπων της Υπηρεσίας Οργανωμένου Εγκλήματος, το οποίο αποτελείται από δύο μονάδες, με 37 αστυνομικούς στην Αθήνα και 10 αστυνομικούς στη Θεσσαλονίκη, και ήταν αρμόδιο για την καταπολέμηση της εμπορίας και διακίνησης ανθρώπων και εγκλημάτων κατά των ηθών, καθώς και 12 μικρότερες μονάδες σε δήμους, αρμόδιες για την καταπολέμηση της εμπορίας και διακίνησης ανθρώπων και του οργανωμένου εγκλήματος.
Επιπλέον, η έκθεση αναφέρει ότι η κυβέρνηση διατήρησε δύο ειδικευμένους εισαγγελείς στην Αθήνα και εκπαίδευσε αξιωματικούς της πρώτης γραμμής σε θέματα εμπορίας ανθρώπων, αλλά οι παρατηρητές ανέφεραν ότι μη ειδικευμένοι αστυνομικοί, εισαγγελείς, και δικαστές, ιδίως στις αγροτικές περιοχές και τα νησιά, δεν διέθεταν την απαραίτητη κατανόηση του φαινομένου της εμπορίας ανθρώπων.
Αναγνωρίζεται ότι το Τμήμα Καταπολέμησης Εμπορίας Ανθρώπων της Ελληνικής Αστυνομίας και η κοινωνία των πολιτών πραγματοποίησαν προληπτικές προσπάθειες ταυτοποίησης, ωστόσο η έκθεση υποστηρίζει ότι οι άλλες κυβερνητικές προσπάθειες ήταν σε μεγάλο βαθμό παθητικές και εξαρτώμενες από τον αυτοπροσδιορισμό.
«Το Ελληνικό Κέντρο Ελέγχου Νόσων και Πρόληψης εξέτασε τους μετανάστες και τους αιτούντες άσυλο για πιθανές ενδείξεις παράνομης διακίνησης στα κέντρα νησιωτικής υποδοχής και ταυτοποίησης (RIC). Ωστόσο, ορισμένοι αιτούντες άσυλο περιμένουν πάνω από έναν μήνα για τον έλεγχο, λόγω της έλλειψης προσωπικού και πόρων, με αποτέλεσμα ένα θύμα της διακίνησης να θυματοποιηθεί εκ νέου στον προσφυγικό καταυλισμό, ενώ περιμένει τα νομικά έγγραφα και τις διαδικασίες ελέγχου» αναφέρεται στην έκθεση.
Παράλληλα, καταγράφεται ότι κάθε κέντρο υποδοχής όρισε κέντρο επαφής για την εμπορία ανθρώπων, το οποίο συνέλεξε πληροφορίες σχετικά με πιθανές περιπτώσεις διακίνησης. Ωστόσο, η έκθεση υποστηρίζει ότι πολλοί υπάλληλοι βρίσκονταν με βραχυπρόθεσμες συμβάσεις, οι οποίες περιόρισαν την εμπειρία και την εκπαίδευσή τους για τον εντοπισμό των θυμάτων. Σχετικά με τις προσπάθειες της κυβέρνησης, γίνεται ειδική αναφορά στην έναρξη λειτουργίας του πολυεπιστημονικού εθνικού μηχανισμού αναφοράς.
«Η κυβέρνηση, ξεχωριστά και σε συνεργασία με διεθνείς οργανισμούς και ΜΚΟ, εκπαίδευσε αστυνομικούς, αξιωματικούς μετανάστευσης, κοινωνικούς λειτουργούς, επιθεωρητές εργασίας και εργαζομένους στον τομέα της υγείας σχετικά με την αναγνώριση των θυμάτων και τις νέες διαδικασίες παραπομπής. Ο νόμος εξουσιοδότησε τους εισαγγελείς να αναγνωρίσουν επισήμως τα θύματα με βάση τις πληροφορίες που συλλέχθηκαν από τις αστυνομικές αρχές, από ψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς εάν το θύμα δεν ήθελε να συνεργαστεί» αναφέρει η έκθεση.
Για τις προσπάθειες πρόληψης που καταβάλλει η ελληνική πλευρά, η έκθεση αναγνωρίζει ότι:
- Η κυβέρνηση αύξησε τις προσπάθειες για την πρόληψη της εμπορίας ανθρώπων. Το Γραφείο του Εθνικού Εισηγητή για την Καταπολέμηση της Εμπορίας Ανθρώπων (ONRHT) συνέχισε να συντονίζει τις κυβερνητικές προσπάθειες κατά της διακίνησης παρά τις ελλείψεις επαρκών πόρων.
- Η κυβέρνηση συνέταξε εθνικό σχέδιο δράσης για το 2019-2023, παρακολουθώντας τις προσπάθειες καταπολέμησης της εμπορίας ανθρώπων και καθιστώντας τις αξιολογήσεις δημόσια διαθέσιμες.
- Το (ONRHT) συνέχισε την ανάπτυξη μιας εθνικής βάσης δεδομένων για στατιστικά στοιχεία που σχετίζονται με την εμπορία ανθρώπων και οργάνωσε εκστρατείες ευαισθητοποίησης που στοχεύουν το ευρύ κοινό, τους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς.
- Το ONRHT, σε συνεργασία με μια διεθνή οργάνωση και τις δημοτικές αρχές της Αθήνας, ξεκίνησε ένα πιλοτικό πρόγραμμα για την πρόληψη της καταναγκαστικής εργασίας στις αλυσίδες εφοδιασμού της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Πηγή: ΑΜΠΕ