Από την έντυπη έκδοση
Του Μωυσή Λίτση
[email protected]
Μία ακόμη μελέτη έρχεται να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου για τη βιοποικιλότητα του πλανήτη λόγω της ανόδου της θερμοκρασίας. Δημοσίευμα της Ντόιτσε Βέλε αναφέρεται σε μελέτη της Αμερικανικής Ακαδημίας Επιστημών (Proceedings of the National Academy of Sciences), σύμφωνα με την οποία τα νερά της Ευρώπης αναμένεται να απολέσουν το 30% της ήδη ευάλωτης θαλάσσιας ζωής λόγω της περαιτέρω ανόδου της θερμοκρασίας. Η άνοδος της θερμοκρασίας και η υπεραλιεία απειλούν τον βιοπορισμό και την ασφάλεια των τροφίμων των παράκτιων χωρών. Οι ωκεανοί του πλανήτη θα απολέσουν το 5% των θαλάσσιων ζώων για κάθε βαθμό αύξησης της θερμοκρασίας, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι ευρύτερες επιπτώσεις της αλιείας. Οι θερμότεροι ωκεανοί ωθούν τα ψάρια προς ψυχρότερες περιοχές και τα μεγαλύτερη είδη υπομένουν τη μεγαλύτερη πτώση.
Μιλώντας στην Ντόιτσε Βέλε ο Μπόρις Γουόρμ, θαλάσσιος οικολόγος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Dalhousie του Χάλιφαξ στον Καναδά και ένας από τους 35 συγγραφείς της ως άνω μελέτης, τονίζει ότι αν και η αύξηση των θερμοκρασιών διεθνώς έχει προκαλέσει ήδη σημαντικές απώλειες και ανακατανομή της θαλάσσιας ζωής παγκοσμίως, οι επιπτώσεις στην Ευρώπη θα είναι περισσότερο αισθητές.
Σε πολλές περιοχές της Ευρώπης έχει υπάρξει ήδη μείωση 15%-20% στην παραγωγική δυνατότητα και αναμένεται να υπάρξει επιπλέον 30% μείωση. Ο Καναδός καθηγητής υποστηρίζει ότι η Ευρώπη κάθε άλλο παρά προστατεύεται από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στους ωκεανούς. Βρίσκεται μάλιστα, όπως λέει, στην πρώτη γραμμή της κλιματικής αλλαγής. Οι μετακινήσεις ψαριών δημιουργούν ήδη «συνοριακά προβλήματα».
Για παράδειγμα, το σκουμπρί μετακινείται από τη Βόρεια Θάλασσα προς τα νερά της Ισλανδίας, όπου δεν εμφανιζόταν πριν και ως εκ τούτου δεν υπάρχει ποσόστωση για την αλίευσή του.
Σε χώρες όπως οι Φιλιππίνες ή στη δυτική Αφρική η υπεραλιεία έχει οδηγήσει σε τεράστιες ελλείψεις, προκαλώντας σοβαρά προβλήματα στη διατροφή και την απασχόληση των πληθυσμών.
Η κλιματική αλλαγή είναι εδώ, μόνο που, με εξαίρεση τις πρόσφατες σε διεθνές επίπεδο μαζικές διαδηλώσεις μαθητών που ζητούν από τους πολιτικούς να αντιμετωπίσουν επειγόντως το ζήτημα, δεν φαίνεται να απασχολεί σοβαρά την πολιτική συζήτηση ούτε σε ευρωπαϊκό ούτε σε εθνικό επίπεδο.