Ο αρχαιολόγος Γεώργιος Παπαθανασόπουλος, ιδρυτικό μέλος του Ινστιτούτου Εναλίων Αρχαιολογικών Ερευνών (1973) και ο κύριος εμπνευστής και υπέρμαχος της ίδρυσης της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων, πέθανε σε ηλικία 95 ετών.
Η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού εξέφρασε, σε σχετική ανακοίνωσή του, «τα θερμά της συλλυπητήρια για την απώλεια του γηραιότερου των Ελλήνων αρχαιολόγων, Γεωργίου Παπαθανασόπουλου, σημαίνοντος στελέχους της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας που επί επτά δεκαετίες εργάστηκε άοκνα για την προώθηση της αρχαιολογικής έρευνας, διενεργώντας πρωτοποριακές έρευνες σε δεκάδες ενάλιες και χερσαίες αρχαιολογικές θέσεις».
Ο Γιώργος Παπαθανασόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1924 και σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών στα δύσκολα χρόνια της γερμανικής Κατοχής συμμετέχοντας στον αντιστασιακό αγώνα μέσα από τις τάξεις της ΕΠΟΝ και του ΕΛΑΣ. Εργάστηκε ως στενός συνεργάτης του Αμερικανού αρχαιολόγου Carl William Blegen στις ανασκαφές του ανακτόρου του Νέστορος στον λόφο του Άνω Εγκλιανού Μεσσηνίας, ενώ ως επιμελητής Αρχαιοτήτων ανέλαβε τη διοργάνωση και έκθεση των αρχαιολογικών συλλογών του Μουσείου της Πύλου και επιμελήθηκε την επανέκθεση της Κυκλαδικής Συλλογής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Ως προϊστάμενος της Εφορείας Ολυμπίας οργάνωσε και διεύθυνε εκτενείς επιφανειακές και ανασκαφικές έρευνες στην Μεσσηνία και στην αρχαία Ήλιδα, εντοπίζοντας δεκάδες νέους αρχαιολογικούς χώρους, όπως το Πρωτοελλαδικό Μέγαρο στα Ακοβίτικα Μεσσηνίας.
Το 1969 τοποθετήθηκε προϊστάμενος της Εφορείας Σπάρτης και το επόμενο έτος ξεκίνησε τη συστηματική ανασκαφική έρευνα στο Νεολιθικό Σπήλαιο Διρού Μάνης, έρευνα που συνεχίστηκε για τις επόμενες πέντε δεκαετίες και επέφερε την ίδρυση του Νεολιθικού Μουσείου Διρού και του Κέντρου Νεολιθικών Μελετών Διρού. Η συνεχής μέριμνα και φροντίδα του για τους αρχαιολογικούς χώρους και τα μνημεία της ΝΑ Πελοποννήσου υπήρξε συνεχής καθ' όλη την αρχαιολογική του καριέρα και εκδηλώθηκε έμπρακτα με την έμπρακτη συνδρομή του στη λήψη άμεσων μέτρων για την προστασία των πληγέντων από το σεισμό του 1986 μνημείων της Καλαμάτας.
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Ινστιτούτου Εναλίων Αρχαιολογικών Ερευνών (1973) και ο κύριος εμπνευστής και υπέρμαχος της ίδρυσης της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων, στην οποία υπηρέτησε ως προϊστάμενος από την ίδρυσή της το 1976 έως την συνταξιοδότησή του από την Αρχαιολογική Υπηρεσία το 1987.
Ως Προϊστάμενος της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων επιδόθηκε στην πρώτη συστηματική καταγραφή και τεκμηρίωση των μνημείων της ενάλιας πολιτιστικής κληρονομιάς, πραγματοποιώντας τις πρώτες ενάλιες αρχαιολογικές έρευνες του ΥΠΠΟΑ σε αρχαία ναυάγια και λιμενικές εγκαταστάσεις στο Λιμένι Μάνης, την Πάρο, τη Ρόδο, το Λαύριο, τη Μεθώνη κ.ά., ενώ εργάστηκε άοκνα για τη δημιουργία υποδομών με εκτενή έργα αναστήλωσης στο Νιόκαστρο Πύλου για την εγκατάσταση του Ελληνικού Κέντρου Υποβρύχιων Αρχαιολογικών Ερευνών.
Το 1981-82 τοποθετήθηκε προϊστάμενος της Α' Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και διευθυντής του Μουσείου της Ακρόπολης, ενώ από το 1975 έως και το 1990 διετέλεσε μέλος του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου του Υπουργείου Πολιτισμού.
Από το 1978 έως το 1983 ήταν ο εκπρόσωπος του υπουργείου Πολιτισμού στο Συμβούλιο της Ευρώπης για την επεξεργασία των άρθρων Διεθνούς Σύμβασης για την προστασία της Υποβρύχιας Ευρωπαϊκής Κληρονομιάς στις Συνόδους των Παρισίων και του Στρασβούργου. Κατά την περίοδο 1989-92 πραγματοποιήθηκε υπό την διεύθυνσή του και σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Εναλίων Αρχαιολογικών Ερευνών η ανασκαφική διερεύνηση του Πρωτοελλαδικού ναυαγίου του Δοκού.
Το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει μονογραφίες, καταλόγους εκθέσεων και ένα μεγάλο αριθμό άρθρων σε έγκριτα ελληνικά και ξένα επιστημονικά περιοδικά και συνεδριακούς τόμους.