Ανάλυση
Της Μάρως Βακαλοπούλου
[email protected]
Το δεύτερο δημοψήφισμα ήταν ένα είδος «κόκκινης γραμμής» για την Τερέζα Μέι. Υπό τον φόβο της αντίδρασης των βουλευτών της, κυρίως των σκληροπυρηνικών Brexiteers του Συντηρητικού Κόμματος με τους οποίους πάλεψε πολύ για να μην έρθει σε ευθεία σύγκρουση, η Βρετανίδα πρωθυπουργός προσπάθησε όλο αυτό το διάστημα να κρατήσει ψηλά τη σημαία του «Brexit σημαίνει Brexit». Και δεν πρόφερε καν την προοπτική του δεύτερου δημοψηφίσματος. Από τη στιγμή όμως που δεσμεύτηκε να αποχωρήσει, εφόσον το νομοσχέδιο για τη συμφωνία αποχώρησης επικυρωθεί από το κοινοβούλιο, και κυρίως βλέποντας ότι οι ελπίδες γι’ αυτό σβήνουν μέρα με τη μέρα, η Μέι δεν έχει πλέον τίποτα να χάσει. Παίζει το τελευταίο της χαρτί, το δημοψήφισμα. Φαίνεται όμως ότι πλέον είναι αργά.
Στις αρχές Ιουνίου, η Μέι επανέρχεται στη Βουλή των Κοινοτήτων. Όχι όμως με τη συμφωνία αποχώρησης, αυτήν στην οποία κατέληξε έπειτα από δύο χρόνια διαπραγματεύσεων με τις Βρυξέλλες και η οποία καταψηφίστηκε τρεις φορές από τους Βρετανούς βουλευτές, αλλά με το νομοσχέδιο για την εφαρμογή της. Γιατί;
Προτού οι Βρυξέλλες δώσουν νέα παράταση στο Brexit για τις 31 Οκτωβρίου, η Βρετανίδα πρωθυπουργός και το επιτελείο της είχαν ήδη ξεκινήσει τις διακομματικές συνομιλίες, με την κοινή ελπίδα του συμβιβασμού. Έξι εβδομάδες αργότερα, οι συνομιλίες έληξαν άκαρπες. Η Μέι ωστόσο επιμένει ότι το νέο κείμενο που θα υποβάλει στη βουλή θα εμπεριέχει συμβιβαστικές προτάσεις. Πιθανότητες επιτυχίας δεν έχει πολλές. Έχει όμως ανάγκη τη στήριξη των Εργατικών.
Σε αυτούς απευθύνθηκε κυρίως κατά τη χθεσινή ομιλία της, στην οποία παρουσίασε τη «νέα» συμφωνία για το Brexit, η οποία ωστόσο αντιμετωπίζεται κυρίως ως μία βελτιωμένη επανάληψη της προηγούμενης.
Μία ανάσα πριν από τις ευρωεκλογές, οι οποίες στη Βρετανία διεξάγονται αύριο, η Μέι έκανε επίσης μία ύστατη προσπάθεια να απευθυνθεί στους ψηφοφόρους που, σύμφωνα με την πλειονότητα των δημοσκοπήσεων, ετοιμάζονται να φέρουν πρώτο κόμμα το ευρωσκεπτικιστικό «Brexit» του ακροδεξιού Νάιτζελ Φάρατζ.
Η Βρετανίδα πρωθυπουργός προσπάθησε να γλυκάνει κι άλλο τους Εργατικούς. Υποσχέθηκε ότι το νέο νομοσχέδιο θα προστατεύσει τα δικαιώματα των εργαζομένων στη Βρετανία, τα οποία δεν θα υστερούν σε σχέση με εκείνα της Ε.Ε. – μία υπόσχεση όμως που ούτως ή άλλως έχει δώσει πολλές φορές. Δεσμεύτηκε επίσης για συμβιβασμό στην τελωνειακή σχέση με την Ε.Ε., το οποίο επίσης αποτελεί στην ουσία μία αναδιατύπωση προηγούμενων δεσμεύσεων, οπότε δύσκολο να εντυπωσιάσει. Για την ακρίβεια, η προσωρινή τελωνειακή ένωση εξαγριώνει μία μεγάλη μερίδα των Τόρις και απογοητεύει τους Εργατικούς.
Επί της ουσίας λοιπόν. Η συμφωνία αποχώρησης, στην οποία περιλαμβάνεται και το επίμαχο backstop για την αποφυγή των σκληρών ιρλανδικών συνόρων, παραμένει ως έχει. Η βρετανική κυβέρνηση θα επιδιώξει αλλαγές μόνο στην πολιτική διακήρυξη που συνοδεύει τη συμφωνία αποχώρησης, η οποία εστιάζει στις μελλοντικές σχέσεις της Βρετανίας με την Ένωση μετά το Brexit. Σε κάθε περίπτωση, το κείμενο δεν είναι νομικά δεσμευτικό.
Αυτό λοιπόν το οποίο πρόσφερε η Μέι για πρώτη φορά ήταν αφενός η προοπτική ενός δεύτερου δημοψηφίσματος και αφετέρου η ψηφοφορία για την τελωνειακή ένωση. Έθεσε όμως μία προϋπόθεση: να περάσει το νομοσχέδιο για τη συμφωνία αποχώρησης από τη Βουλή των Κοινοτήτων την πρώτη εβδομάδα του Ιουνίου. Την ώρα όμως που μετράει μέρες στην Ντάουνινγκ Στριτ, έχει η Μέι στ’ αλήθεια την πολυτέλεια να βάζει τους δικούς της όρους;