Από την έντυπη έκδοση
Του Α. Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Όσο τελειώνει ο χρόνος που μας χωρίζει από τις Ευρωεκλογές της 26ης Μαΐου -μεσολαβούν σ’ εμάς και οι δύο εβδομάδες του Πάσχα-, τόσο πιο συχνά ακούγεται η κοινοτοπία ότι θα φθάσουμε στις Ευρωκάλπες χωρίς να έχει αληθινά ακουστεί συζήτηση για «Ευρώπη».
Δηλαδή συζήτηση ουσίας, συζήτηση επί του αντικειμένου όσων ορίζουν οι αρμοδιότητες της Ε.Ε., συζήτηση με λειτουργικά από περιεχόμενο. Διότι η συζήτηση περί της ακροδεξιάς/Ευρωφοβικής στροφής που παρατηρείται ιδίως σε χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης ασφαλώς και έχει πολιτικό βάρος, όπως άλλωστε και η γειτονική προς αυτά συζήτηση για την εγκατάσταση των ταυτοτικών ζητημάτων στην πρώτη γραμμή της δημόσιας συζήτησης, με αφορμή/θρυαλλίδα το Προσφυγικό και επίμονη αιτία την εξέλιξη του Μεταναστευτικού. Όμως και το ένα ζήτημα και το άλλο περιφερειακά μόνον υπεισέρχονται στον πυρήνα των ζητημάτων που «ανήκουν» στην Ε.Ε.
Η συζήτηση για την Ευρώπη που δεν άνοιξε, και μάλιστα ενώ είχε τεθεί σαν βασικός στόχος της πορείας προς τις Ευρωεκλογές (στα πλαίσια του «Μέλλοντος της Ευρώπης», που ήδη αποτελεί μακρινή ανάμνηση…), επανέρχεται μελαγχολικά. Αρκεί να θυμηθεί κανείς την κυρίως συζήτηση που επιχείρησε να ανοίξει -το φθινόπωρο του 2017, μετά την Πνύκα στη Σορβόννη- ο πρόεδρος Μακρόν. Και στην οποία παρέστησαν ότι προσέρχονταν οι λοιποί, με προεξάρχουσα την Άγκελα Μέρκελ. Τότε, με κεντρικό μότο το «η Ε.Ε. είναι σήμερα πολύ αργή, πολύ αδύναμη και πολύ αναποτελεσματική», πέρα από τα θέματα άμυνας και ασφάλειας/διεθνούς ρόλου, τι είχε προταθεί/συζητηθεί; «Το νόμισμά μας είναι το πρώτο που έχουμε. Χρειαζόμαστε έναν μηχανισμό σταθεροποίησης, χρειαζόμαστε έναν κοινό προϋπολογισμό». Δίπλα σ’ αυτήν την ευρεία διατύπωση -που λάμβανε και θεσμική διάσταση με τη συζήτηση περί «κοινού υπουργού Οικονομικών»- έβρισκε κανείς και την πρόταση για φόρο επί των χρηματοοικονομικών συναλλαγών, που θα «προορίζεται να χρηματοδοτήσει την ανάπτυξη και να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας».
Το σύνολο αυτών των θέσεων/προτάσεων δεν βράδυνε να προσγειωθεί στο σύνηθες ράφι του Ευρωψυγείου των ιδεών. Αντί του προϋπολογισμού για την Ευρωζώνη, υπήρξε -με ενσωμάτωση στον τακτικό προϋπολογισμό της Ε.Ε.- μια μετρημένη κίνηση για ορισμένα αντικυκλικής λογικής κονδύλια, που κανείς δεν πιστεύει ότι αλλάζουν την ευρωπαϊκή προοπτική. Τα μικρά βήματα που γίνονται στην κατεύθυνση της Τραπεζικής Ένωσης επιλέγουν την αποφυγή των πιο «δύσκολων» ζητημάτων, ενώ και της Ένωσης Κεφαλαιαγορών η κίνηση είναι επιφυλακτική.
Άμα, δε, κανείς έχει την αντοχή να μεταφερθεί από το 2017 στην άνοιξη του 2019 και την τωρινή έκκληση Μακρόν για «Ευρωπαϊκή αναγέννηση», τι θα βρει; Την εσωστρέφεια μιας συζήτησης για «Ευρωπαϊκή υπηρεσία προστασίας των δημοκρατιών» σε λογική διαφύλαξης των εκλογών από χειραγώγηση αλλά και απαγόρευση χρηματοδότησης ευρωπαϊκών κομμάτων από «ξένες δυνάμεις». Επανεξέταση του Σένγκεν και ενίσχυση της φύλαξης συνόρων. Απαγόρευση δραστηριοποίησης επιχειρήσεων «που απειλούν στρατηγικά συμφέροντα της Ευρώπης». Α, ναι, και ένα «Συνέδριο για την Ευρώπη» μετά τις Ευρωεκλογές…
Δύσκολα αποφεύγει τη σκέψη ότι το άνοιγμα και ο θετικός σχεδιασμός έδωσαν τη θέση τους στο κλείσιμο και μια λογική αυτόπεριχαράκωσης. «L’ Europe qui protege»/μια Ευρώπη που να προστατεύει, η οποία πήγαινε να δημιουργήσει μηχανισμούς οικονομικής ενσωμάτωσης, τώρα στρέφεται περισσότερο προς μια συζήτηση σκαντζόχοιρου (με Ρωσία και Κίνα ως απειλές).
Πάντως, τέσσερις βδομάδες συν κάποια εικοσιτετράωρα πριν από τις Ευρωκάλπες αξίζει να σταθούμε μια στιγμή και σε μια ελληνικότερη διάσταση των συζητήσεων αυτού του τύπου. Παίρνουμε γι’ αυτό αφορμή από την επιλογή του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, και μάλιστα του επικεφαλής του για τις Ευρωεκλογές (και Spitzenkandidat) Μάνφρεντ Βέμπερ να ξεκινήσει την τελική καμπάνια του από την Αθήνα/το Ζάππειο.
Με αυτήν, λοιπόν, τη συγκυρία η συμπαράταξη Βέμπερ με τη θέση/την κεντρική επιλογή Ν.Δ. και Κυριάκου Μητσοτάκη στον βασικό πυρήνα τής (προτεινόμενης απ’ αυτούς) οικονομικής πολιτικής, με τη στήριξη στο αίτημα για δημιουργία δημοσιονομικού χώρου στην Ελλάδα με τη μείωση των (υπεσχημένων πλην αδιέξοδων) πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022, αξίζει να καταγραφεί.
Η στήριξη Βέμπερ/ΕΛΚ όχι προς τη Ν.Δ. ή προς μια κυβέρνηση που -μετεκλογικά- θα ανακινούσε αυτό το καίριο αίτημα χαλάρωσης της ακραίας δημοσιονομικής προσαρμογής δεν είναι κάτι που μπορεί να παραβλεφθεί ελαφρά τη καρδία.
Ήδη, η καταγραφή του ζαλιστικού πρωτογενούς πλεονάσματος 4,3% του ΑΕΠ (και) από την Eurostat για το 2018 κάνει -αντιλαμβανόμαστε- την κυβέρνηση να έχει δεύτερες σκέψεις, δηλαδή να σκέφτεται χαλάρωση. Μην καταλήξουμε στον γάιδαρο του Χότζα, που ψόφησε μόλις που είχε μάθει να είναι λιτοδίαιτος!