Της Ανθής Αγγελοπούλου
Μεγάλη μελέτη για τη χρήση των α1-αδρενεργικών αναστολέων (αλφουζοσίνη και ταμσουλοσίνη) στον προστάτη, η οποία διενεργήθηκε από το γραφείο συγγραφής των κατευθυντήριων οδηγιών (guidelines) της Ευρωπαϊκής Ουρολογικής Εταιρείας με τη συμμετοχή του Έλληνα χειρουργού Δρ. Μάρκου Καραβιτάκη, επισημαίνει ότι, ενδεχομένως η χρήση των αναστολέων αυτών, να μπορεί να βοηθήσει τους ασθενείς με επίσχεση ούρων που οφείλεται σε απόφραξη λόγω καλοήθους υπερπλασίας του προστάτη.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό ουρολογικό περιοδικό «European Urology» (Karavitakis et al, Eur Urol, Feb 2019), και παρουσιάστηκε στο Πανευρωπαϊκό Ουρολογικό Συνέδριο που πραγματοποιήθηκε πριν λίγες μέρες στη Βαρκελώνη.
Η έρευνα διεξήχθη μέχρι τις 22 Απριλίου 2018, με στοιχεία που ελήφθησαν από τις βάσεις δεδομένων CENTRAL, MEDLINE, Embase, ClinicalTrials.gov και του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας και περιελάμβανε τυχαιοποιημένες και προοπτικές συγκριτικές μελέτες.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα δεδομένα για τη διαχείριση ασθενών με επίσχεση ούρων εξαιτίας καλοήθους υπερπλασίας του προστάτη με φαρμακολογικές ή μη φαρμακολογικές θεραπείες είναι περιορισμένα. Μόνο οι α1-αναστολείς (αλφουζοσίνη και ταμσουλοσίνη) έχουν αξιολογηθεί σε περισσότερες από μία τυχαιοποιημένες κλινικές μελέτες. Τα συγκεντρωτικά αποτελέσματα έδειξαν ότι οι α1-αναστολείς παρείχαν σημαντικά υψηλότερα ποσοστά επιτυχούς δοκιμής αφαίρεσης καθετήρα σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο.
Να σημειωθεί ότι οι μη φαρμακολογικές θεραπείες έχουν αξιολογηθεί μόνο σποραδικά σε τυχαιοποιημένες και προοπτικές συγκριτικές μελέτες, οπότε τα αποδεικτικά στοιχεία δεν θα μπορούσαν να καταδείξουν τα οφέλη και τις αρνητικές επιπτώσεις.
Η επίσχεση των ούρων
Σύμφωνα με το Δρ. Καραβιράκη, ο οποίος παρουσίασε και τη μελέτη στο συνέδριο, η επίσχεση ούρων είναι η αδυναμία ενός ασθενούς να αδειάσει πλήρως ή μερικώς την ουροδόχο κύστη με εκούσια ούρηση.
Η κατάσταση αυτή μπορεί να είναι οξεία (αιφνίδια) ή χρόνια. Η οξεία μορφή της πάθησης εμφανίζεται τελείως ξαφνικά και είναι πολύ σοβαρή, ενώ η χρόνια κατακράτηση ούρων σημαίνει ότι υφίσταται για κάποιο διάστημα.
Στην πρώτη περίπτωση η ιατρική επέμβαση είναι επιβεβλημένη και επείγουσα, σε αντίθεση με τη χρόνια μορφή. Η ακριβής συχνότητα εμφάνισης επίσχεσης ούρων στο γενικό πληθυσμό παραμένει ασαφής, με διάφορες εκτιμήσεις να υποδεικνύουν από 2,2 έως 6,8 συμβάντα / 1000 ανθρωπο-έτη ασθενών (patientyears). Ένα ανθρωπο-έτος ασθενών αντιστοιχεί στο ισοδύναμο ενός ασθενούς ο οποίος παίρνει το φάρμακο για ένα χρόνο.
Τα αίτια ποικίλουν
Το πρόβλημα μπορεί να προκύψει όταν κάτι εμποδίζει την ελεύθερη ροή των ούρων μέσω της ουροδόχου κύστης και της ουρήθρας, π.χ. ύπαρξη ουρολίθων, από τη χρήση ορισμένων φαρμάκων, όπως αντιυπερτασικά, αντιισταμινικά, αντισπασμωδικά και τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά, που μπορούν να αλλάξουν τον τρόπο λειτουργίας του μυός της ουροδόχου κύστης, αλλά και από την παρουσία λοίμωξης και οιδήματος. Επίσης, τα φάρμακα που χορηγούνται για την πραγματοποίηση μιας χειρουργικής επέμβασης μπορεί να γίνουν αιτία επίσχεσης ούρων μετεγχειρητικά.
Επίσης, μπορεί να προκύψει και από τη μη σωστή λειτουργία της ουροδόχου κύστης, λόγω ύπαρξης προβλήματος επικοινωνίας μεταξύ εγκεφάλου, ουροδόχου κύστης και ουρήθρας. Όμως, η πιο συνηθισμένη αιτία της πάθησης στους άνδρες είναι η υπερπλασία του προστάτη, ο οποίος είναι τόσο μεγάλος που πιέζει την ουρήθρα.
Η αντιμετώπιση της πάθησης
Η συνήθης πρακτική για την αντιμετώπιση της οξείας μορφής, είναι η τοποθέτηση ενός καθετήρα στην ουρήθρα για την απομάκρυνση των ούρων από την ουροδόχο κύστη. Η θεραπεία της χρόνιας μορφής ή της οξείας μορφής που γίνεται σταδιακά χρόνια εξαρτάται από την αιτία. Για τους άνδρες με υπερπλασία προστάτη μπορεί να χρησιμοποιηθούν ορισμένα φάρμακα. Επίσης, μπορεί να επιλεχθεί η χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση του προστάτη ή τη μείωση του μεγέθους του.
Ωστόσο, υπάρχουν κι άλλοι τρόποι αντιμετώπισης, μη επεμβατικές, όπως τα μικροκύματα και τα λέιζερ.
Κατευθυντήριες οδηγίες Π.Ο.Υ.
Δεδομένης της ποικιλομορφίας των προτύπων πρακτικής για την αντιμετώπιση αυτών των περιστατικών, η επιστημονική ομάδα του γραφείου συγγραφής των κατευθυντήριων οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ουρολογικής Εταιρείας πραγματοποίησε μια μετα-ανάλυση όλων των διαθέσιμων στη βιβλιογραφία δεδομένων για τη διαχείριση των συγκεκριμένων ασθενών, οι οποίοι είτε είχαν υποβληθεί σε φαρμακολογικές είτε σε μη φαρμακολογικές θεραπείες που περιλαμβάνονται, όμως, στις κατευθυντήριες οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ουρολογικής Εταιρείας.