Από την έντυπη έκδοση
Του Ιωάννη Παπαδόπουλου,
αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας
Στις 21 Φεβρουαρίου, ο Γάλλος και ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών παρουσίασαν ένα κοινό έγγραφο με προτάσεις για ένα νέο «χρηματοδοτικό εργαλείο της Ευρωζώνης», που να υποστηρίζει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και να μοχλεύει επενδύσεις στις χώρες της Ευρωζώνης.
Πρόκειται για την κατάληξη της αρχικής ιδέας του προέδρου Μακρόν υπέρ της δημιουργίας ενός προϋπολογισμού για την Ευρωζώνη. Όμως, παρά το γεγονός ότι η γαλλογερμανική πρόταση απέχει αρκετά από τις αρχικές φιλόδοξες θέσεις της Γαλλίας, η πρόταση αυτή δύσκολα θα γίνει αποδεκτή λόγω των πολιτικών αντιδράσεων που γεννά. Ας δούμε καταρχήν τον βασικό σκοπό του προτεινόμενου θεσμού. Το νέο εργαλείο επιδιώκει την πρόοδο στην ανταγωνιστικότητα και τη σύγκλιση μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωζώνης καθώς και των κρατών που προορίζονται να υιοθετήσουν το ευρώ ως κοινό τους νόμισμα. Το στοίχημα εδώ είναι η σταθεροποίηση της ίδιας της Ευρωζώνης, για την οποία έχει γίνει πια κατανοητό ότι απαιτείται η αύξηση της ευημερίας και η μείωση της διαφοράς στην οικονομική ανάπτυξη μεταξύ των διαφόρων χωρών της.
Με ποιο μέσο σχεδιάζεται να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός; Όχι με κλασική αναδιανομή εισοδήματος μεταξύ των πλουσιότερων και των φτωχότερων κρατών-μελών, αλλά με απευθείας μεταβιβάσεις προς τις χώρες εκείνες που αποδεικνύουν ότι σχεδιάζουν μεταρρυθμίσεις ή υποστηρίζουν δαπάνες σε στρατηγικούς τομείς άμεσα συνδεδεμένους με τις επενδυτικές προτεραιότητες της ίδιας της Ένωσης, όπως αυτές καθορίζονται στο Ευρωπαϊκό Εξάμηνο, δηλαδή στον ευρωπαϊκό κύκλο πολιτικής που καθοδηγεί τις δημοσιονομικές και μακροοικονομικές επιλογές των επιμέρους κρατών-μελών.
Προκειμένου να αποσοβηθεί ο ηθικός κίνδυνος, ήτοι η πιθανή αποϋπευθυνοποίηση των κυβερνήσεων αν δεν αναλάβουν οι ίδιες το κόστος και το ρίσκο των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων, τα κράτη-μέλη θα χρειαστεί να συγχρηματοδοτούν μέρος των επενδυτικών σχεδίων. Ωστόσο, σε περιόδους απρόβλεπτης καθόδου του οικονομικού κύκλου από αρνητικές εξωτερικότητες, το ποσοστό συγχρηματοδότησης των κρατών-μελών θα μειώνεται προσωρινά κατά πολύ, συμβάλλοντας έτσι στη διατήρηση του επιπέδου των κρίσιμων κεφαλαιουχικών επενδύσεων μέσω της αναλογικής αύξησης των δαπανών της ίδιας της Ε.Ε. Αυτό έχει ήδη συμβεί για την Ελλάδα στα χρόνια της κρίσης, πλην όμως μόνο για τα συγχρηματοδοτούμενα έργα του ΕΣΠΑ. Τώρα οι διαδικασίες και προθεσμίες για την εκταμίευση ποσών θα είναι κατά πολύ ελαφρύτερες και συντομότερες από αυτές που προβλέπει η Πολιτική Συνοχής.
Συνεπώς, αντιλαμβανόμαστε ότι δεν έχουμε να κάνουμε με ένα κλασικό κεϋνσιανό εργαλείο αντικυκλικής πολιτικής, αλλά με έναν νεοκεϋνσιανό μηχανισμό που συνδυάζει την πολιτική ζήτησης (αύξηση των επενδύσεων) και την πολιτική προσφοράς (βελτίωση της παραγωγικότητας και της συνολικής ανταγωνιστικότητας) στις εθνικές οικονομίες που αλληλεπιδρούν στην Ευρωζώνη. Όμως και μόνη η διευκόλυνση των αντικυκλικών πληρωμών σε καθοδικές φάσεις της οικονομίας θα συμβάλει αδιαμφισβήτητα στη μακροοικονομική σταθεροποίηση χωρίς προγράμματα λιτότητας, αλλά αντιθέτως με ένα αναπτυξιακό μίγμα πολιτικής. Πρόκειται για μια ήπια διευθέτηση, η οποία όμως αποτελεί και σημαντική τομή σε σχέση με τη διαχείριση της κρίσης, καθώς δεν στοχεύει απλώς στην κινητροδότηση απαραίτητων μεταρρυθμίσεων, αλλά και στην άμεση και δραστική αναχαίτιση της τάσης αποεπένδυσης που εμφανίζεται σε περιόδους κρίσης.
Όσον αφορά τη διακυβέρνηση του νέου αυτού δημοσιονομικού εργαλείου, το Eurogroup, έπειτα από πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, θα υιοθετεί συστάσεις για το σύνολο της Ευρωζώνης και αυτές θα μεταφράζονται σε πολιτικές προτεραιότητες από τη Σύνοδο Κορυφής της Ευρωζώνης. Κατόπιν, οι κυβερνήσεις θα υποβάλλουν στην Επιτροπή προς έγκριση τα σχέδιά τους για μεταρρυθμίσεις και στρατηγικές επενδύσεις. Εφόσον αυτά κριθούν ότι εξυπηρετούν τις παραπάνω πολιτικές προτεραιότητες, θα ανοίγουν το δρόμο σε εκταμιεύσεις από το νέο χρηματοδοτικό εργαλείο ανάλογα με την πορεία υλοποίησης των συμφωνημένων μεταρρυθμίσεων. Ωστόσο, το πρόβλημα έγκειται στις πηγές χρηματοδότησης. Κατά τη γαλλογερμανική πρόταση, αυτές θα βρίσκονται εκτός του προϋπολογισμού της Ε.Ε., δηλαδή θα κινητοποιούνται ποσά πέραν των όσων έχουν ψηφιστεί ως ανώτατα όρια δαπανών στο επταετές δημοσιονομικό πλαίσιο. Τα ποσά αυτά θα προέρχονται από επιπλέον εθνικές εισφορές στο νέο εργαλείο επί τη βάσει μιας διακυβερνητικής συμφωνίας, εκτός δηλαδή του πλαισίου της Ε.Ε.
Το εργαλείο επίσης θα τροφοδοτείται από νέους ίδιους πόρους, όπως ο φόρος επί των χρηματοοικονομικών συναλλαγών (γνωστός και ως «φόρος Τόμπιν»). Το θέμα είναι ότι αυτά τα νέα έσοδα, με τα οποία θα χρηματοδοτούνται διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και στρατηγικές κεφαλαιουχικές επενδύσεις στα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, θα εκφεύγουν του συμφωνημένου δημοσιονομικού πλαισίου της Ε.Ε. λόγω της στενότητάς του, καθώς αυτό κυμαίνεται γύρω στο 1% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ, και έτσι θα απαιτήσουν την ομόφωνη συμφωνία των κρατών-μελών με μια διακυβερνητική συνθήκη. Ήδη όμως δημοσιονομικοί ιέρακες, όπως η Ολλανδία, αντιτίθενται σε μια τέτοια προοπτική διεύρυνσης της φορολογικής βάσης της Ευρωζώνης, με το επιχείρημα ότι τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Δεκεμβρίου 2018 έκαναν αποδεκτή την ιδέα ενός χρηματοδοτικού εργαλείου μόνο εντός των πλαισίων του πολυετούς δημοσιονομικού προγραμματισμού της Ε.Ε. και όχι διά της κινητοποίησης επιπλέον πόρων. Ήδη, οι προοπτικές υιοθέτησης του ήπιου αυτού εργαλείου, όπως το σχεδίασαν οι Γαλλογερμανοί, διαφαίνονται μειωμένες λόγω μιας γενικότερης τάσης για εθνική περιχαράκωση και ενός νέου οικονομικού προστατευτισμού που δεν λέει το όνομά του και που αρνείται οτιδήποτε μπορεί να φανεί ως άμεση μεταβίβαση προς όφελος των ασθενέστερων.