Από την έντυπη έκδοση
Του Δημήτρη Η. Χατζηδημητρίου
[email protected]
Τον Μάιο του 1978, έξι μήνες μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου 1977, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, σχεδιάζοντας τη μετακίνησή του στην Προεδρία της Δημοκρατίας ακριβώς δύο χρόνια μετά -Μάιος 1980-, άνοιξε τις πόρτες της Ν.Δ., επιδιώκοντας να συγκροτήσει εκείνη την προεδρική πλειοψηφία που θα του εξασφάλιζε τη μετάβαση στο Μέγαρο της Ηρώδου Αττικού.
Εντάχθηκαν τότε στην κυβερνώσα Ν.Δ. οι δύο βουλευτές-ιδρυτές του Κόμματος των Νεοφιλελεύθερων, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και Παύλος Βαρδινογιάννης, και από την ΕΔΗΚ (Ένωση Κέντρου) οι Θανάσης Κανελλόπουλος και Μιχάλης Παπακωνσταντίνου, ενώ από τη φιλοβασιλική Εθνική Παράταξη των Στεφανόπουλου-Θεοτόκη εξασφάλισε την υποστήριξη των 3 από τους 5 βουλευτές της. «Πήρε τα παιδιά του γείτονα» σχολίαζαν τότε με συγκρατημένη κακεντρέχεια οι γεραροί παράγοντες της Δεξιάς, που ενοχλήθηκαν από την υπουργοποίηση των τριών πρώτων.
Την ίδια περίοδο, ο Ανδρέας Παπανδρέου, με τη βεβαιότητα ότι το κόμμα που ίδρυσε, το ΠΑΣΟΚ, ήταν πλέον ο αδιαμφισβήτητος κληρονόμος και φορέας της «Δημοκρατικής Παράταξης», ενέτασσε στις τάξεις του επιφανείς προσωπικότητες του Κέντρου (Αναστάσης Πεπονής, Γ. Μαύρος, Ι. Ζίγδης), αλλά και της μετριοπαθούς Αριστεράς, όπως ο Μανώλης Γλέζος, κερδίζοντας ταυτοχρόνως και τη δημόσια υποστήριξη του εμβληματικού ηγέτη της ΕΔΑ Ηλία Ηλιού. Οι δύο μεγάλες εκλογικές νίκες του ΠΑΣΟΚ -1981 και 1985- εδραίωσαν την πεποίθηση ότι «ήταν η Παράταξη» και ο Ανδρέας Παπανδρέου απέφυγε συστηματικά να μετατρέψει την ένταξη-ενσωμάτωση ισχυρών πολιτικών προσωπικοτήτων στο Κίνημα σε υπόθεση εξαγοράς έναντι υπουργικών θώκων.
Είναι χαρακτηριστικό της αντίληψής του ότι στην αρχή της δεύτερης πρωθυπουργίας του, εννέα μήνες μετά τις εκλογές του Ιουνίου 1985, διαβλέποντας τον κίνδυνο πολιτικής απομόνωσης του ΠΑΣΟΚ, συγκάλεσε ειδική σύνοδο της Κεντρικής Επιτροπής, τον Μάρτιο του 1986 στη Χαλκίδα, για να προτείνει στην Αριστερά (ΚΚΕ και ΚΚΕ εσωτερικού) τη συγκρότηση μιας ευρείας πολιτικής συμπαράταξης. Ασχέτως του αποτελέσματος (αυτό είναι μια άλλη ιστορία, όπως φάνηκε στις δημοτικές εκλογές του ιδίου έτους…), κινήθηκε δημόσια, στο φως της ημέρας, αποφεύγοντας κινήσεις παρασκηνίου και μεθοδεύσεις με την παρεμβολή τρίτων, δήθεν ουδέτερων προσώπων, και πολύ περισσότερο ενέργειες που θα μπορούσαν να εκληφθούν ως ντροπιαστικές εξαγορές συνειδήσεων… Ακόμη και το 1989, όταν χρειάστηκαν πολιτικές κινήσεις για να σπάσει το τείχος της απομόνωσης του διωκόμενου ΠΑΣΟΚ, από τη συγκυβέρνηση Δεξιάς-Αριστεράς, συγκρότησε τη «Δημοκρατική Συμπαράταξη», για να διευκολύνει τη σύμπραξη με τους Γιάννη Μπούτο και Αντώνη Μπριλλάκη, τηρώντας όλους τους τύπους και την ουσία του πολιτικού παιγνίου.
Στις ημέρες μας, ο ευρισκόμενος σε δημοσκοπική καχεξία ΣΥΡΙΖΑ εκμεταλλεύεται την κατοχή της κυβερνητικής εξουσίας, επιδιώκοντας να αποκτήσει «κοινωνική ενδοχώρα», ως ένα ποσοτικό μέγεθος ικανό να μετριάσει την προδιαγραφόμενη εκλογική αποτυχία. Ο τρόπος με τον οποίον επιχειρεί να αποτελέσει τον έναν πόλο του «νέου δικομματισμού» δεν οδηγεί σε δημιουργία παράταξης, αλλά σε ένα προσωποπαγές κόμμα, προορισμένο να υπηρετήσει τις στενότερες ανάγκες-επιδιώξεις του ηγέτη του.