Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
Σαν να πίνεις τσικουδιά. «Έχει ρακή πετρέλαιο/κι έχει ρακή αστέρι/κι απού κατέχει πίνει τη/κι απού μεθά δεν ξέρει».
Έτσι είναι και η εξουσία. «Ανάθεμά την τη ρακή/με έχει κουζουλάνει/βλέπω τα πράματα διπλά/πάτωμα και ταβάνι». Στις νεφέλες της, γλακά καβαλημένο καλάμι.
Κανένα ποτό, ούτε καν το πρώτο απόσταγμα που θα κυλήσει από το καζάνι, το «πρωτοράκι», δεν είναι τόσο δυνατό, δεν μεθάει τόσο το άτομο, δεν προκαλεί τόση αποκοτιά, όσο η εξουσία.
Εκεί στο ταβάνι, νομίζει ότι τίποτα δεν φτάνει. Κι όταν θα τον δουν ή θα του πουν πως κάτι ακούν, μελάνι αμολάει, για ιδεολογική «τύφλωση» μιλάει, σε «άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε» απαντάει, σε μια περιοχή θολή και συγχυσμένη σεργιανάει, την ντομπροσύνη διαλαλάει.
Η πολιτική, όμως, δεν ασκείται με όρους παλικαριάς και διαστρεβλωμένης λεβεντιάς. Ο θρεμμένος με τον αέρα των Λευκών Ορέων μιλάει με «πέτρες». Δικάζει και καταδικάζει. Δεν είναι ότι του ξέφυγε μια κουβέντα μια φορά, ή είπε κάτι παραπάνω σε μια στιγμή έντασης. Το κάνει συστηματικά. Μανιασμένα. Όχι, όμως, σοβαρά και τεκμηριωμένα. Κι αυτό καταγράφεται στα χαμένα.
Παρέλκουν τα σχόλια για τη χυδαία αλφάβητο, τη φραστική ασυδοσία, τις επιθέσεις με υπαινιγμούς σε δικαστικούς λειτουργούς, το τσιγάρο και όποιον πάρει ο Χάρος, τους χαρακτηρισμούς και τους «σκασμούς». Παρέλκουν τα σχόλια και για το δάνειο. Έδωσε εξηγήσεις. Με το ύφος του, αλλά έδωσε και κρίνεται γι’ αυτές. Ιδίως, για την αξιοπρόσεκτη ομολογία του ότι «το επάγγελμα του χειρούργου-εντατικολόγου του εξασφάλιζε διπλάσια και τριπλάσια εισοδήματα από τα σημερινά».
Παρέλκουν, γιατί όλα αυτά είναι θλιβερά. Λειτουργούν για την έννοια της πολιτικής απωθητικά. Δίνουν, όμως, άλλοθι σε όσους «κανονικοποιούν» τα θολά, συμψηφίζουν τα «κουζουλά». «Κατ’ επιεική κρίση θα δεχθώ ότι ο υπουργός αγνοεί. Θέλω να πιστεύω ότι αυτός δεν είναι ο σκοπός του». Έτοιμος επί παντός στόχου ο εμπρηστικός εαυτός του.