Από την έντυπη έκδοση
Του Ιωάννη Παπαδόπουλου,
αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας
Η χειρότερη πτυχή της συστημικής κρίσης που έζησε η Ευρωζώνη δεν ήταν ούτε η κρίση χρέους ούτε η τραπεζική κρίση. Ήταν και συνεχίζει να είναι η κρίση αποεπένδυσης. Λόγω της κρίσης ρευστότητας και της τραπεζικής απομόχλευσης, οι κεφαλαιουχικές επενδύσεις περικόπηκαν, εν είδει μεταβλητής προσαρμογής των προγραμμάτων λιτότητας που σάρωσαν από άκρου εις άκρον την Ευρώπη.
Αυτό το είδαμε να συμβαίνει με σφοδρότητα στην Ελλάδα και στην Ιταλία, όπου το επίπεδο του ακαθαρίστου παγίου κεφαλαίου, που αντιπροσωπεύει το σύνολο των κεφαλαιουχικών επενδύσεων του Δημοσίου και των επιχειρήσεων, δεν έχει ακόμα ανακτήσει το επίπεδο που είχε προ οικονομικής κρίσης. Από τη στιγμή που τα προγράμματα δημοσίων επενδύσεων και ο δανεισμός για αναπτυξιακές επενδύσεις των επιχειρήσεων θεωρήθηκαν, φιλοκυκλικά, ως ελαστικές δαπάνες δυνάμενες να περικοπούν προκειμένου να εξοικονομηθούν χρήματα για πλεονάσματα του προϋπολογισμού και για ιδιωτική αποταμίευση, το ίδιο το μέλλον της οικονομικής ανάπτυξης διακυβεύθηκε. Αυτό υπήρξε, κατά την αντίληψή μου, το μεγαλύτερο λάθος στα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής των δέκα τελευταίων ετών.
Έχοντας κατανοήσει αυτό το τραγικό λάθος, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν Κλοντ Γιούνκερ πρότεινε, μετά την ορκωμοσία του τον Νοέμβριο 2014, ένα σχέδιο για μόχλευση ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων με αρχικό κεφάλαιο τον προϋπολογισμό της Ε.Ε. και εγγυήσεις από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ). Το σχέδιο Γιούνκερ θέσπισε ως όργανο διαχείρισης ένα Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων (ΕΤΣΕ) και μέχρι πρόσφατα θεωρείτο ως μια μεγάλη επιτυχία της Ε.Ε., καθώς κατόρθωσε να αντιστρέψει αντικυκλικά την τάση μείωσης των επενδύσεων για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και για τα μεγάλα, πολύπλοκα και ρισκογόνα, πλην όμως ανταποδοτικά έργα.
Στα ρεπορτάζ των οικονομικών εφημερίδων μεταδιδόταν μάλιστα ότι κύριος αποδέκτης και επωφελούμενος από το σχέδιο Γιούνκερ ήταν η Ελλάδα. Μέχρι που δημοσιεύθηκε, στις 29 Ιανουαρίου, μια ειδική έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου, ενός ανεξάρτητου οργάνου ελέγχου τόσο της νομιμότητας όσο και της σκοπιμότητας των ευρωπαϊκών δημοσίων δαπανών, που εδρεύει και αυτό, όπως το ΕΤΣΕ, στο Λουξεμβούργο. Η έκθεση αυτή, η οποία έκανε πολύ θόρυβο στους ευρωπαϊκούς κύκλους, καταλήγει στο ότι το ΕΤΣΕ συνέβαλε ασφαλώς στη χρηματοδότηση στρατηγικών επενδύσεων σε καίριους τομείς (όπως στις υποδομές, στην έρευνα και καινοτομία, στην εκπαίδευση, στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και στην ενεργειακή απόδοση) και βοήθησε την ΕΤΕπ να χορηγήσει περισσότερη χρηματοδότηση υψηλότερου κινδύνου για την πραγματοποίηση επενδύσεων, υποστηρίζοντας έτσι πολλά επενδυτικά έργα που δεν θα είχαν πραγματοποιηθεί υπό άλλες συνθήκες.
Ωστόσο, η επίμαχη έκθεση διαπίστωσε επίσης ότι, εν μέρει, η στήριξη του ΕΤΣΕ αντικατέστησε απλώς άλλους τρόπους χρηματοδότησης από την ΕΤΕπ και την Ε.Ε., μέρος της χρηματοδότησης διοχετεύτηκε σε έργα που θα μπορούσαν να είχαν χρηματοδοτηθεί από άλλες πηγές χρηματοδότησης του δημόσιου ή του ιδιωτικού τομέα, οι εκτιμήσεις περί των πρόσθετων επενδύσεων που θα προσέλκυε το ΕΤΣΕ ήταν ενίοτε υπερβολικές και πολλές επενδύσεις κατέληξαν να πραγματοποιούνται σε ορισμένα από τα μεγαλύτερα κράτη-μέλη της Ε.Ε. των «15», μέσω καλά εδραιωμένων εθνικών αναπτυξιακών τραπεζών. Αυτά τα τέσσερα σημεία κριτικής εστιάζουν κατά βάση στα προβλήματα της προσθετικότητας (additionality) και της απομάκρυνσης λόγω πληρότητας (crowding out) ιδιωτικών επενδύσεων που ειδάλλως θα γίνονταν. Πράγματι, πολλά επενδυτικά σχέδια προτίμησαν να λάβουν χρηματοδότηση από το ΕΤΣΕ αντί άλλων μηχανισμών δημόσιας ή ιδιωτικής υποστήριξης επενδύσεων, καθώς το σχέδιο Γιούνκερ προβλέπει ένα πιο άνετο μονοπάτι υλοποίησης, είναι συχνά φθηνότερο και επίσης παρέχει μια μακρύτερη περίοδο αποπληρωμής του δανεισμού.
Σύμφωνα με τους ελεγκτές του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου, σε αρκετές περιπτώσεις ο απολογισμός δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι οι χρηματοδοτήσεις του ΕΤΣΕ απλώς υποκατέστησαν προηγούμενα σχέδια χρηματοδότησης της ΕΤΕπ ή άλλων χρηματοδοτικών εργαλείων της Ε.Ε. Επιπλέον, η γεωγραφική διασπορά των χρηματοδοτήσεων του σχεδίου Γιούνκερ τίθεται ευθέως εν αμφιβόλω, καθώς -σύμφωνα με τη δειγματοληπτική ανάλυση της έκθεσης- μπορεί πολλές χρηματοδοτήσεις να κατευθύνθηκαν πράγματι προς εκείνες τις χώρες του Νότου που παρουσίασαν το μεγαλύτερο επενδυτικό κενό μετά την κρίση, όμως ο κύριος όγκος κεφαλαίων κατευθύνθηκε στις μεγάλες και ισχυρές οικονομίες του Βορρά, αμβλύνοντας έτσι κατά πολύ τον αντικυκλικό χαρακτήρα του σχεδίου και δίνοντας σχετικά μικρότερη επενδυτική ώθηση σε εκείνες τις περιοχές της Ε.Ε. που είχαν τη μεγαλύτερη ανάγκη γι’ αυτήν. Η αντίδραση στην έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου από τους συνδιαχειριστές του σχεδίου Γιούνκερ, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ΕΤΕπ, υπήρξε άμεση και δυναμική.
Ο πρόεδρος της ΕΤΕπ Βέρνερ Χόγερ δήλωσε ότι ο επενδυτικός δανεισμός που εντέλει διοχετεύθηκε στην πραγματική οικονομία μέσω μόχλευσης υπερβαίνει κατά πολύ σε κλίμακα και ωριμότητα τη ρευστότητα που θα υπήρχε αν δεν είχε εφαρμοστεί το σχέδιο. Επίσης δήλωσε ότι, κατά τη γνώμη του, έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος στη γεωγραφική κατανομή των δανειοδοτικών πόρων. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΤΕπ -τα οποία όμως αμφισβητούνται εν μέρει μεθοδολογικά από την έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου-, το σχέδιο Γιούνκερ έχει ήδη χορηγήσει 350 δισ. ευρώ σε δανεισμό, ενώ ο στόχος του μισού τρισ. ευρώ έως το 2020 φαντάζει ρεαλιστικός. Το λιγότερο που μπορεί να πει κανείς είναι ότι αυτή η διχογνωμία υψηλού επιπέδου στις εκτιμήσεις δεν βοηθά να περάσουν με σαφήνεια τα μηνύματα της οριστικής υπέρβασης των επακολούθων της κρίσης και μιας νέας αναπτυξιακής ώθησης στην πολύπαθη γηραιά ήπειρο.