Από την έντυπη έκδοση
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Η ελληνική οικονομία πνίγεται. Παρά τα ωραία λόγια και τα διεθνή εύσημα που απονέμονται στην κυβέρνηση, οι επιχειρήσεις της χώρας και οι καταναλωτές που τις στηρίζουν με τη ζήτησή τους πάσχουν από δραματική έλλειψη ρευστότητας. Αυτό είναι το τεράστιο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας και όσο δεν αντιμετωπίζεται ας μην περιμένουμε ανάπτυξη και παραγωγικές επενδύσεις. Ιδιαίτερα δε όταν και το θεσμικό πλαίσιο πάσχει δραματικά και κάθε άλλο παρά εμπιστοσύνη εμπνέει.
Ο Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλος
Η ιδιωτική αποταμίευση στη σημερινή Ελλάδα είναι πλέον ανεπαρκέστατη. Μετά βίας φθάνει τα 100 δισ. ευρώ και έχει σχεδόν μηδενική απόδοση. Πρόκειται δε για αποταμίευση του τύπου «για ώρα ανάγκης». Είναι δηλαδή ασπίδα προστασίας στα χειρότερα που θα μπορούσαν να συμβούν σ' ένα νοικοκυριό ή σ' ένα άτομο. Κατά συνέπεια αυτού του τύπου η αποταμίευση όχι μόνον δεν επενδύεται, αλλά ενίοτε αποθησαυρίζεται. Η σημερινή κυβέρνηση κάτι θα πρέπει να ξέρει από το φαινόμενο αυτό, δεδομένου ότι η ίδια το προκάλεσε στη διάρκεια της πρώτης θητείας της στην εξουσία. Έστω και αν αυτή η τελευταία δεν είναι αρκετή για τη σύντροφο του κυρίου πρωθυπουργού!
Πέρα από τα νοικοκυριά, όμως, πολύ χαμηλή είναι και η αποταμίευση των επιχειρήσεων, οι περισσότερες από τις οποίες αδυνατούν να καλύψουν ακόμη και βασικές τους ελλείψεις σε εξοπλισμό και άλλες προμήθειες ή ζημιές. Περί αντικαταστάσεως του παραγωγικού τους εξοπλισμού έτσι ουδείς λόγος. Δεν υπάρχουν επενδυτικά κεφάλαια για τη συντήρηση μηχανημάτων, γεγονός που επηρεάζει τόσο τη λειτουργία τους όσο και τον τρόπο με τον οποίο σχεδιάζουν τις προοπτικές τους. Υπό παρόμοιες συνθήκες, λοιπόν, η ανάπτυξη από το εσωτερικό είναι όνειρο απατηλό. Τουναντίον πολλές είναι οι εταιρείες που αναζητούν τρόπους να φύγουν από τη χώρα, όσο είναι ακόμα καιρός.
Ωστόσο, αν λάβουμε υπόψη τις έρευνες, μελέτες και εκτιμήσεις του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανίας (ΣΕΒ) αλλά και του ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών, για τα προσεχή πέντε χρόνια η χώρα έχει ανάγκη από 200 δισ. ευρώ επενδύσεις, αν θέλει να γνωρίσει βιώσιμη ανάπτυξη. Μέρος δε του ποσού αυτού αφορά επενδύσεις ανανέωσης, σε μια εποχή όπου οι τεχνολογίες αλλάζουν κάθε τετραετία κατά μέσο όρο. Παράλληλα δε όλο και πιο γρήγορα η τεχνητή νοημοσύνη αναδεικνύεται σε κορυφαίο παράγοντα της επιχειρηματικής δραστηριότητας και όχι μόνον.
Από ποιους και πότε θα γίνουν οι επενδύσεις αυτές κανείς δεν μας το λέει. Διαιωνίζεται έτσι μια απαράδεκτη κατάσταση, η οποία σίγουρα δεν θα έχει ευτυχή κατάληξη. Διότι στο μέτρο που η επενδυτική απουσία θα συνεχίζεται και θα συνοδεύεται από φυγή ανθρώπινου δυναμικού, μετεγκαταστάσεις επιχειρήσεων, υποβάθμιση της εκπαίδευσης και τραπεζική ανεπάρκεια, η οικονομία θα περιθωριοποιείται. Θα χάνει έτσι και όλα σχεδόν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που τις προσφέρονται από τους κοινοτικούς θεσμούς και τα σχετικά προγράμματα που ήδη τρέχουν.
Και στις σημερινές συνθήκες παγκοσμιοποίησης ναι μεν ο τουρισμός και η ναυτιλία προσφέρουν πολύτιμη χείρα βοηθείας στην Ελλάδα, πλην όμως είναι δραστηριότητες εξωστρεφείς βέβαια, αλλά ευάλωτες στα καπρίτσια της συγκυρίας. Ειδικότερα δε στη ναυτιλία η πορεία της υπόκειται στις διεθνείς διακυμάνσεις είτε αυτές είναι νομισματικές είτε ενεργειακές, είτε τεχνολογικές. Κανείς δεν γνωρίζει επακριβώς επίσης ποια θα είναι η πορεία της τουριστικής κίνησης διεθνώς σε εποχές αμφισβήτησης και αβεβαιότητας.
Δεν χωρά καμιά αμφιβολία υπό τις συνθήκες αυτές ότι η οικονομία χρειάζεται ισχυρές ενέσεις μεταρρυθμίσεων και ελευθερίας, ικανές να φέρουν στην Ελλάδα ξένα επενδυτικά κεφάλαια αλλά και αντίστοιχα ελληνικά που βρίσκονται στο εξωτερικό. Είναι καιρός πλέον η Ελλάδα να αποφασίσει αν θέλει να κρατηθεί στην επιφάνεια ή να πεθάνει από οικονομική ασφυξία, φαινόμενο που συχνά πυκνά προκαλείται από την έλλειψη ρευστότητας.
Συγκριτικά πλεονεκτήματα η χώρα διαθέτει πολλά. Για να τα αξιοποιήσει όμως πρέπει το ταχύτερο δυνατό να απελευθερωθεί από τα δεσμά της διαπλοκής, των συντεχνιών και της πελατειακής αντίληψης για την πολιτική. Αυτή η τελευταία σήμερα ουδέν προσφέρει και άρα δεν έχει μέλλον. Όσο και αν η κυβέρνηση προσπαθεί να αποδείξει το αντίθετο.
Είναι καιρός επίσης να κλείσουμε τα αυτιά στις διάφορες ηλιθιότητες περί «ξεπουλημάτων» και άλλων τινών, οι οποίες εκτοξεύονται επί τούτου από όλους αυτούς που «κερδίζουν» όσο η Ελλάδα παραμένει ουραγός. Κάποιοι αθλητές μας όντως μας λένε ότι έχουμε ελπίδες, αν ξεφύγουμε από τη διανοητική και ιδεολογική μιζέρια. Αυτήν ακριβώς που κάποιοι έχουν κάνει σημαία τους.