«Βλέπαμε ανθρώπους γύρω μας να πνίγονται, όμως δεν μπορούσαμε να τους πάρουμε στην πλάβα μας, γιατί τότε θα πνιγόμασταν και εμείς», θυμάται ο 92χρονος ψαράς, Γιάννης Παγώνης, καθώς εξιστορεί πως έφυγε ο ίδιος και η οικογένειά του το 1922 από τη Σμύρνη, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, με προορισμό τη Θεσσαλονίκη.
Ο κ. Γιάννης ήταν τότε μόλις 8 ετών, αλλά οι εικόνες παραμένουν ζωντανές. «Πάνω στην καταστροφή προσπαθήσαμε να σωθούμε. Είδαμε το κακό που γινότανε. Ο πνιγμένος από τα μαλλιά πιάνεται. Μπήκαμε σε μία πλάβα, οι γονείς μου, εγώ, η μικρότερη αδελφή μου, ο θείος μου, η θεία μου. Αυτοί χωρούσαμε όλοι κι όλοι. Η βάρκα μικρή, η μητέρα μου έγκυος. Στη θάλασσα γεννήθηκε το τρίτο παιδί της οικογένειας, η αδελφή μου. Ο θείος μου δεν είχε παιδιά και επειδή η θεία μου βοήθησε τη μάνα μου στη γέννα, τους δώσαμε το παιδί. Χωρίς χαρτιά, χωρίς τίποτα. Δεν το είπαμε σε κανέναν, μόνο εμείς το ξέραμε. Εγώ που ήμουν μεγάλος το θυμόμουν. Τα αδέρφια μου που γεννήθηκαν μετά, στην Ελλάδα, δεν ήξεραν ότι ήταν αδερφή μας, τη θεωρούσαν για πολλά χρόνια ξαδέρφη».
Η οικογένεια του κ. Παγώνη με την πλάβα, μία ξύλινη βάρκα 7,5 μέτρων χωρίς καρίνα, ταξίδεψε για δύο μέρες και έφτασε αρχικά ως τη Μυτιλήνη, ενώ στη συνέχεια με βαπόρι στη Θεσσαλονίκη. Το 1922 το λιμάνι της Καλαμαριάς έγινε λιμάνι υποδοχής προσφύγων. Τα καράβια καθημερινά άδειαζαν νύχτα - μέρα πλήθη από ρακένδυτους πρόσφυγες. Εκείνη την εποχή, η Καλαμαριά ήταν απομακρυσμένη από τη Θεσσαλονίκη, ήταν μία έρημη, ξερή περιοχή που γρήγορα μετατράπηκε σε γκέτο για τους νέους της κατοίκους. Συνολικά υπολογίζεται ότι 80.000 έως 100.000 πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη, κυρίως στα προάστια.
Ωστόσο δεν είχε ληφθεί καμία ιδιαίτερη μέριμνα για τα καραβάνια των προσφύγων, που είχαν να αντιμετωπίσουν την πείνα, τις στερήσεις, την ανεργία αλλά και τις αρρώστιες.
Στην παραλία της Καλαμαριάς, οι πρόσφυγες περνούσαν από το γνωστό «απολυμαντήριο», όπου απολυμαίνονταν τα ρούχα τους και έκοβαν τα μαλλιά τους, και στη συνέχεια στεγάζονταν στους θαλάμους που είχαν αφήσει τα συμμαχικά στρατεύματα, καθώς και σε σκηνές.
Τα πρώτα χρόνια της προσφυγιάς ήταν πολύ δύσκολα, όπως θυμάται ο υπερήλικας ψαράς: «Στην αρχή κοιμόμασταν στην πλάβα. Ηταν διαμέρισμα για να δουλεύουμε και διαμέρισμα για να κοιμόμαστε. Είχαμε να αντιμετωπίσουμε τη φτώχεια, την πείνα και το βασικότερο αρρώστιες. Στη συνέχεια μεταφερθήκαμε σε θαλάμους και από τα 200 άτομα που ήμασταν στο θάλαμο, μείναμε 50. Οι υπόλοιποι πέθαναιν από ελονοσία.
Στο φαγητό, οι ελίτσες ήταν με το μέτρο. Τα μεγάλα παιδιά έπαιρναν πέντε ελιές και τα υπόλοιπα τέσσερις, τρεις, δύο για μεσημεριανό. Οσο για τα ρούχα, από το μεγαλύτερο στο μικρότερο. Εγώ ήμουν 16 χρονών και φορούσα κοριτσίστικη ρόμπα, όταν μου είπε ο πατέρας μου ότι θα μου πάρει παντελόνι».
«Εμείς όλοι ψαρεύαμε. Τότε δεν υπήρχαν δίχτυα και οι γυναίκες έπρεπε να τα πλέκουν. Στραβωνόντουσαν για τα φτιάξουν. Ψαράς που δεν παντρευόταν γυναίκα που να ξέρει από δίχτυα, δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα. Οσο για το σχολείο, την ημέρα ψαρεύαμε και το βράδυ πηγαίναμε σε νυχτερινό».
Σημειώνεται, πως ορισμένες από τις πλάβες που μετέφεραν τους πρόσφυγες στη Θεσσαλονίκη βρίσκονταν για αρκετά χρόνια αραγμένες μπροστά από την κλινική «Παναγία» στην Αρετσού. Η τελευταία από αυτές, η «Αννούλα» του ψαρά Αναστάση Λυμπέρη, καταστράφηκε το 2000 όταν ένας γαρμπής -νοτιοδυτικός άνεμος- την έκανε κομμάτια. «Η κόρη των κυμάτων» του 1925 είναι αυτή τη στιγμή η παλαιότερη βάρκα που συντροφεύει τους πρόσφυγες, που συναντιούνται στη Νέα Κρήνη και θυμούνται τα παλιά.
* Η φωτογραφία είναι από το αρχείο ΕΛΙΑ.
ΑΠΕ-ΜΠΕ