Από την έντυπη έκδοση
Tου Ιωάννη Παπαδόπουλου*
Η εκτίμηση του κινδύνου είναι πιθανώς η σημαντικότερη και η πιο απαιτητική εργασία που έχει να κάνει ένας επενδυτής πριν επενδύσει. Από αυτήν θα εξαρτηθεί όχι μόνο η τελική απόφαση περί της πραγματοποίησης ή μη μιας επένδυσης σε μικροοικονομικό επίπεδο, αλλά εν πολλοίς και η συνολική πορεία μιας εθνικής οικονομίας σε μακροοικονομικό επίπεδο, καθώς το ρίσκο έχει άμεση αντανάκλαση στα επιτόκια δανεισμού που ζητούν οι αγορές κεφαλαίων και συνεπώς στη βιωσιμότητα του χρέους -ιδιωτικού ή δημόσιου- το οποίο θα παραχθεί για την υποστήριξη της οικονομικής δραστηριότητας.
Μέχρι πρότινος, το ρίσκο που αποτιμούσαν οι διαχειριστές χαρτοφυλακίων ήταν κατά κύριο λόγο χρηματοοικονομικό, ενώ αποτίμηση του κινδύνου φυσικών καταστροφών έκαναν παραδοσιακά οι ασφαλιστές. Αυτές οι δύο διαφορετικές ασκήσεις κινούνταν σε διακριτές τροχιές και δεν εμπλέκονταν μεταξύ τους. Η πρώτη κατέληγε στην απόφαση επένδυσης, η δε δεύτερη κατέληγε στην ασφάλιση της επένδυσης έναντι πιθανών μελλοντικών κινδύνων. Όμως τα τελευταία χρόνια το περιβαλλοντικό ρίσκο ενσωματώνεται πλέον ολοένα και περισσότερο στη συνολική αποτίμηση του επενδυτικού κινδύνου λόγω του εντεινόμενου φαινομένου της κλιματικής αλλαγής και των κοσμοϊστορικών συνεπειών που αυτή έχει και στην οικονομική δραστηριότητα. Το περιβαλλοντικό ρίσκο μπορεί πλέον να αναλυθεί σε επιμέρους μορφές ρίσκων.
Πρώτον, το ρυθμιστικό ρίσκο: οποιαδήποτε κωλυσιεργία στη δράση κατά της κλιματικής αλλαγής σήμερα είναι πολύ πιθανό να γεννήσει την ανάγκη για ισχυρότερες και δραστικότερες ρυθμιστικές παρεμβάσεις αργότερα, κάτι το οποίο αναπόδραστα θα αυξήσει το μοναδιαίο κόστος παραγωγής για τις επιχειρήσεις. Δεύτερον, το συστημικό οικονομικό ρίσκο: οποιαδήποτε καθυστέρηση στην εφαρμογή της Συμφωνίας των Παρισίων του 2015 για την κλιματική αλλαγή αυξάνει τους φυσικούς κινδύνους της κλιματικής αλλαγής λόγω αυξημένων πιθανοτήτων φυσικών καταστροφών μεγάλης κλίμακας (πυρκαγιές, πλημμύρες, παρατεταμένες ξηρασίες κ.λπ.), κάτι το οποίο δημιουργεί συστημικό ρίσκο στην οικονομική σταθερότητα και εισάγει αβεβαιότητα και μεταβλητότητα (volatility) στα επενδυτικά χαρτοφυλάκια. Τρίτον, το ρίσκο στην επιχειρηματική φήμη: οι εταιρείες που δείχνουν να κωλυσιεργούν για, ή και να μπλοκάρουν ενεργά, τις απαιτούμενες κλιματικές αποφάσεις πλήττουν ολοένα και περισσότερο την εμπιστοσύνη των καταναλωτών, των επενδυτών αλλά και των μετόχων τους. Τελευταίως έχει αρχίσει να καταγράφεται και το νομικό ρίσκο αποζημίωσης (liability risk), ήτοι ο κίνδυνος που διατρέχει μια εταιρεία να καταδικαστεί από τα δικαστήρια στην πληρωμή αποζημιώσεων στα θύματα της δράσης της η οποία υποβαθμίζει το περιβάλλον και πλήττει τη δημόσια υγεία. Αυτό συνέβη πρόσφατα στις ΗΠΑ στον πολυεθνικό κολοσσό Monsanto, ο οποίος παράγει μαζικά τη γλυφοσάτη, το πιο διαδεδομένο φυτοφάρμακο. Αυτή η νέα μορφή κινδύνου, με τη σειρά της, αποτιμάται αρνητικά τόσο από τους επενδυτές, διότι επηρεάζει το μακροπρόθεσμο προφίλ της επένδυσης, όσο και από τους μετόχους, διότι ασκεί πίεση στα κέρδη τους.
Ο χρηματοοικονομικός κόσμος υφίσταται πλέον, αργά αλλά σταθερά, μια ριζική αλλαγή, καθώς αυξάνεται η πίεση εντός του για αυξημένη λήψη υπόψη του περιβαλλοντικού ρίσκου των επιχειρήσεων και για απόσυρση κεφαλαίων από «βρόμικες επενδύσεις». Κατά συνέπεια, αυξάνεται διαρκώς ο αριθμός των μεγάλων επιχειρήσεων οι οποίες, είτε οικειοθελώς είτε επειδή αυτό είναι πια μια νομική υποχρέωση σε ορισμένες χώρες (όπως το Ηνωμένο Βασίλειο), προβαίνουν σε «κλιματικό έλεγχο» (climate audit) των ισολογισμών τους. Η οικονομία γενικώς κινείται από τη ζήτηση και στη συγκεκριμένη περίπτωση αυξάνεται διαρκώς η ζήτηση για μια τέτοια υπηρεσία ελέγχου από τους επενδυτές. Σύμφωνα με τον εξειδικευμένο οργανισμό CDP (Carbon Disclosure Project), τώρα πια άνω του 70% των μεγάλων εισηγμένων εταιρειών παγκοσμίως διαθέτουν κάποιας μορφής εξωτερική περιβαλλοντική πιστοποίηση των ισολογισμών τους. Οι εισηγμένες εταιρείες στα 30 μεγαλύτερα χρηματιστήρια του κόσμου οι οποίες δημοσιεύουν αποτίμηση περιβαλλοντικού ρίσκου υπερβαίνει πια το ήμισυ της παγκόσμιας κεφαλαιοποίησης στις κεφαλαιαγορές. Ειδικότερα, περί τις 7.000 επιχειρήσεις δημοσιεύουν πληροφορίες για την κλιματική αλλαγή, 2.000 για τη χρήση νερού και 200 για την αποψίλωση δασών στην προμηθευτική τους αλυσίδα. Αυτό μας επιτρέπει να πούμε με σιγουριά ότι η εν λόγω πρακτική δεν είναι πια καθαρά οικειοθελής, αλλά αρχίζει σαφώς να γίνεται μια σταθερά της αγοράς.
Στο δίκαιο της Ε.Ε. σήμερα υπάρχει μία Οδηγία για τη δημοσίευση μη χρηματοοικονομικών στοιχείων από εισηγμένες εταιρείες, η οποία όμως θέτει απλώς ένα πλαίσιο για οικειοθελή συμμόρφωση και δεν επιβάλλεται με νομικές κυρώσεις. Αυτό θα πρέπει να αλλάξει. Η Ε.Ε. απαιτείται εκ των πραγμάτων να προχωρήσει θαρραλέα στη θέσπιση ενός έμμεσου φόρου άνθρακα (carbon tax), ο οποίος θα πλήττει όχι πια την εργασία ή το κεφάλαιο, αλλά τις αρνητικές περιβαλλοντικές εξωτερικότητες της παραγωγής με τη μορφή μόλυνσης της ατμόσφαιρας με διοξείδιο του άνθρακα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα καταφέρει τόσο να διευρύνει τη φορολογική βάση του εταιρικού φόρου, αυξάνοντας έτσι τα έσοδα του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού σε μια δύσκολη εποχή που σημαδεύεται από το Brexit, όσο και να δώσει το κατάλληλο σήμα στις αγορές κεφαλαίων για την εσωτερίκευση του κόστους παραγωγής, δηλαδή για την ορθή αποτίμηση των διαφόρων μορφών ρίσκου που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή, κατά τα ανωτέρω. Θα πρόκειται για μια πραγματική σιωπηλή επανάσταση στα οικονομικά ήθη και στον τρόπο με τον οποίον οι άνθρωποι παράγουν, καταναλώνουν και ζουν πάνω στον ένα και μοναδικό πλανήτη που διαθέτουν.
* Ο Ιωάννης Παπαδόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.