Το Κίνημα Αλλαγής θεωρεί ότι «εξ' αιτίας της ανακοίνωσης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ προκύπτει θεσμικό ατόπημα της κυβέρνησης, όχι του ιδίου, για την εμπλοκή του Προέδρου της Δημοκρατίας στην αντιπαράθεση για το βούλευμα του C4Ι».
«Στόχος είναι να εξυπηρετηθούν τα μικροπολιτικά παιχνίδια της», τόνισαν τα στελέχη της επικοινωνιακής ομάδας του Κινήματος Αλλαγής στην καθιερωμένη εβδομαδιαία συνάντησή τους με τους δημοσιογράφους, καταλογίζοντας παράλληλα «πολιτικές και δικαστικές ευθύνες», όπως ειπώθηκε χαρακτηριστικά για το ότι δεν διαβιβάστηκε στη Βουλή το επίμαχο βούλευμα.
«Δεν δικάζουμε, ούτε καταδικάζουμε κανένα. Θέλουμε να εφαρμοστεί το Σύνταγμα που προβλέπει ότι αμελλητί πηγαίνει στη Βουλή η σχετική δικογραφία όταν αφορά πολιτικά πρόσωπα», υπογράμμισε ο εκπρόσωπος Τύπου, Παύλος Χρηστίδης, επισημαίνοντας ότι οι ενέργειες του Κινήματος Αλλαγής δεν αφορούν στο αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Τα στελέχη του Κινήματος Αλλαγής πρόσθεσαν ότι επιθυμία είναι να λάμψει η αλήθεια και πως στη Βουλή θα πρέπει να πάει, κατά τη συνταγματική επιταγή, και οποιαδήποτε άλλη περίπτωση όπως η κατάθεση τού νέου μάρτυρα για την απόφαση ανάθεσης του C4Ι.
Την ίδια ώρα ενημερωτικό σημείωμα του Κινήματος Αλλαγής αναφέρει πως «η Δικαιοσύνη οφείλει να είναι τυφλή και όχι μονόφθαλμη. Δεν είμαστε διατεθειμένοι να ανεχθούμε κανένα παραθεσμικό σύστημα που πλήττει τη Δικαιοσύνη και τη Δημοκρατία. Οι πολίτες πρέπει να αισθάνονται βέβαιοι ότι το Κράτος Δικαίου λειτουργεί και πως όποιος έχει βάλει "το δάχτυλο στο μέλι" θα τιμωρηθεί».
Όπως τονίζει το ΚΙΝΑΛ, ακόμη δεν έχει λάβει απαντήσεις από την κυβέρνηση και «αντί γι αυτό, με τη χθεσινή θλιβερή ανακοίνωση, διολισθαίνει σε πολύ σοβαρό θεσμικό ατόπημα, βάζοντας, με δική της ευθύνη, στο "κάδρο" τον ΠτΔ».
Παραθέτοντας στοιχεία του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών που εκδόθηκε στα τέλη Οκτωβρίου του 2017, το ΚΙΝΑΛ σημειώνει πως «παραπέμπονται σε δίκη μη πολιτικά πρόσωπα (στελέχη της SIEMENS και της SAIC, καθώς και κρατικοί αξιωματούχοι) για πράξεις που περιλαμβάνουν -μεταξύ άλλων- τη δωροδοκία και τη διακίνηση "βρώμικου χρήματος". Η δίκη των μη πολιτικών προσώπων έχει ήδη ξεκινήσει στο αρμόδιο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών».
Ωστόσο, σύμφωνα με το ενημερωτικό σημείωμα «το βούλευμα δεν θέτει στο στόχαστρό του την αρχική σύμβαση μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της εταιρείας SAIC (με υπεργολάβο τη SIEMENS) που υπογράφηκε το 2003. Το αντίθετο: Το βούλευμα ρητώς αναφέρει ότι η ζημία των 147 εκατ. ευρώ προκλήθηκε από τη μεταγενέστερη απόφαση των Υπουργών της Κυβέρνησης Κ.Καραμανλή να τροποποιήσουν την αρχική σύμβαση, απαλείφοντας θετικές ρήτρες υπέρ του Δημοσίου που αυτή περιείχε, για να μπορέσουν εν τέλει να παραλάβουν ανεπιφύλακτα το σύστημα C4I παρά την τεχνική του ακαταλληλότητα».
Προκύπτουν λοιπόν σύμφωνα με το Κίνημα Αλλαγής κρίσιμα ερωτήματα:
- «Γιατί δεν γνωστοποιήθηκε στη Βουλή η υπόθεση, την ώρα που υπάρχει ευθεία και ρητή αναφορά σε πολιτικά πρόσωπα, όχι σε μαρτυρίες "κουκουλοφόρων" μαρτύρων, αλλά σε επίσημο δικαστικό βούλευμα;
- Γιατί από τη μία, η Αρχή Καταπολέμησης Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες αρκείται να χρησιμοποιεί ως αφετηρία δημοσιεύματα εφημερίδων ή φληναφήματα ενός κατάδικου και από την άλλη, αγνοεί προκλητικά ένα επίσημο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών;».