Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
Οι άνθρωποι δεν είναι βουνά αμετακίνητα. Λειαίνονται με τον χρόνο, στρογγυλεύουν οι αιχμές τους, αμβλύνονται οι γωνίες, απόψεις αλλάζουν, θέσεις ενταφιάζουν.
Κάποτε γιατί ξεπηδούν ανάγκες, άλλοτε γιατί στον δρόμο για τη Δαμασκό αστράφτει ένα φως, ενίοτε γιατί τα δεδομένα αλλάζουν, οι άνθρωποι, κάποιοι άνθρωποι αυτοαναιρούνται.
Ουδείς άσφαλτος, ουδείς αψεγάδιαστος. Εκείνο πάντως που δύσκολα χωνεύεται είναι η ευκολία με την οποία θα ενδυθούν νέες αντιλήψεις και θα ενθουσιαστούν με τις καινούργιες κομματικές στίξεις. Δεν είναι καινούργιο φρούτο η «προσαρμοστικότητα» και ο ιδεολογικός χαμαιλεοντισμός.
Ποιος δεν ξέρει τον ευλύγιστο στο καβαφικό ποίημα «Ας φρόντιζαν» του 1930, που μας έδωσε την ωραία φράση «Βλάπτουν κ’ οι τρεις τους τήν Συρία τό ίδιο»;
Δεν ήταν «κάτοχος της ελληνικής θαυμάσιος», «μπασμένος κάμποσο και στα διοικητικά» και κάπως γνωρίζει και της Αλεξάνδρειας τα μυστικά, «του Κακεργέτη βλέψεις καί παληανθρωπιές, καί τά λοιπά»;
«Για να υπηρετήσει την προσφιλή πατρίδα του», τι θα κάνει; «Θ’ απευθυνθώ προς τον Ζαβίνα πρώτα, / κι αν ο μωρός αυτός δεν μ’ εκτιμήσει, / θα πάγω στον αντίπαλό του, τον Γρυπό. / Κι αν ο ηλίθιος κι αυτός δεν με προσλάβει, / πηγαίνω παρευθύς στον Υρκανό».
Κ’ είν’ η συνείδησίς του ήσυχη γιά τό αψήφιστο της εκλογής, αλλά «ας φρόντιζαν οι κραταιοί θεοί / να δημιουργούσαν έναν τέταρτο καλό. / Μετά χαράς θά πήγαινα μ’ αυτόν».
Δεν φταίει αυτός. Φταίει ο αέρας που φυσάει κάθε φορά αλλιώς. Να, όπως στο άλλο ποίημα «Ο Ιωάννης Καντακουζηνός υπερισχύει», όπου ο Αλεξανδρινός ειρωνεύεται έναν από κείνους τους ασταθείς, οι οποίοι, παρ’ όλη τη ρητορεία περί προσφοράς στον τόπο, έχουν κατά νου μόνο τον τόκο.
Σε κάθε πολιτική αναμέτρηση αποζητούν τρόπο για να τεθούν με το μέρος των νικητών και άρα να έχουν την ελπίδα μιας μελλοντικής εύνοιας.
Είπαμε, οι άνθρωποι δεν είναι βουνά. Ούτε οι πολίτες, ούτε οι υποψήφιοι. Δεν είναι βουνά, μα κάποιοι σηκώνουν και φρύδι από τα πεδινά.