Από την έντυπη έκδοση
Tου Δημήτρη Σπυράκου
Διδάκτωρ Νομικής - δικηγόρος. Ως γενικός γραμματέας Καταναλωτή είχε την ευθύνη σύνταξης του νόμου Κατσέλη.
Ο νόμος 3869/2010 (νόμος Κατσέλη) θεσπίστηκε ως βασικό εργαλείο για την αντιμετώπιση της υπερχρέωσης, ενός προβλήματος δηλαδή που αντιμετωπίζουν όλες οι σύγχρονες κοινωνίες, ιδίως μετά την απελευθέρωση των πιστώσεων και τη συνακόλουθη πιστωτική επέκταση. Δεν σχεδιάστηκε για την αντιμετώπιση των συνεπειών της οικονομικής κρίσης και δεν είχε, ασφαλώς, ποτέ μεταβατικό χαρακτήρα. Ανάλογες, άλλωστε, νομοθεσίες «πτώχευσης ιδιωτών» ή «ρύθμισης των χρεών» έχουν αναπτυχθεί σε όλες σχεδόν τις αναπτυγμένες χώρες. Γεγονός, όμως, είναι ότι στις συνθήκες οικονομικής κρίσης ο νόμος Κατσέλη προσέλαβε ακόμη μεγαλύτερη σημασία.
Η οικονομική κρίση δημιούργησε ένα αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στην εποχή της αμέριμνης -και ασύδοτης- πιστωτικής επέκτασης και στην πραγματικότητα που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν τα νοικοκυριά. Η συρρίκνωση των μισθών και συντάξεων, η ανεργία, η υποχώρηση των αξιών ακινήτων, κατέστησαν για πολλά νοικοκυριά αδύνατη την εξυπηρέτηση των πιστώσεων. Το μελλοντικό εισόδημα, με το οποίο υπολόγιζαν οι καταναλωτές, δεν υπάρχει. Οι κυβερνήσεις και η Τράπεζα της Ελλάδος απέτυχαν να αναπτύξουν αποτελεσματικές πολιτικές προσαρμογής των χρεών εν όψει των διαστάσεων του φαινομένου. Η κυρίαρχη επιλογή της ανάθεσης της αντιμετώπισης του προβλήματος στα ίδια τα πιστωτικά ιδρύματα δεν απέδωσε τους επιθυμητούς καρπούς. Σε αυτή την κατάσταση είναι γεγονός ότι ο νόμος Κατσέλη αποτέλεσε για χιλιάδες νοικοκυριά το μοναδικό καταφύγιο για να επιδιώξουν τον απεγκλωβισμό τους από την υπερχρέωση, να διασώσουν τη μοναδική τους κατοικία, αποζημιώνοντας πάντως τους πιστωτές, και να διαφυλάξουν αξιοπρεπείς συνθήκες οικογενειακής διαβίωσης.
Ωστόσο, μόνη η ύπαρξη ενός νόμου για την ατομική πτώχευση και τη ρύθμιση των χρεών δεν ήταν ποτέ αρκετή να οδηγήσει στην αξιοποίησή του. Αυτό το γνωρίζουμε από την πλούσια εμπειρία των άλλων χωρών.
Η ουσιαστική αξιοποίηση προϋποθέτει τη συνεχή παρακολούθηση και στήριξη της εφαρμογής του, με τη διευκόλυνση της πρόσβασης των υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων στις διαδικασίες του, με δράσεις, έρευνες και παρεμβάσεις που προστατεύουν την εφαρμογή του από τις στρεβλώσεις και τις προκαταλήψεις.
Το παράδειγμα της Γερμανίας και της Γαλλίας
Στη Γερμανία περισσότερο από ένα εκατομμύριο καταναλωτές έχουν ζητήσει την τελευταία δεκαετία την ένταξή τους στον νόμο. Στη Γαλλία περισσότερες από 200.000 αιτήσεις υπερχρεωμένων υποβάλλονται ετησίως. Τα ποσοστά αποδοχής προσδιορίζονται ανά γεωγραφικές περιοχές και επιβεβαιώνουν την ουσιαστική αξιοποίησή του. Επίσημες εκθέσεις, σε ετήσια βάση, παρακολουθούν την εφαρμογή του, επισημαίνουν δυσλειτουργίες και ενθαρρύνουν πολιτικές πρόσβασης. Έρευνες συνδέουν τον αριθμό των αιτήσεων με τα ποσοστά ανεργίας, την πορεία των μισθών, το ύψος των επιτοκίων κι άλλους παράγοντες. Κανείς, όμως, δεν απαξιώνει τις νομοθεσίες αυτές ως προϊόν της οικονομικής κρίσης που, άλλωστε, οι χώρες αυτές δεν έχουν.
Στη χώρα μας, όμως, τα τελευταία έτη ο νόμος Κατσέλη υποβάλλεται συστηματικά, από ορισμένους κύκλους, σε μια κριτική απαξίωσης. Η κυβέρνηση, από τη δική της πλευρά, συνεισφέρει σταθερά την αντίστοιχη αγωνία της και επιδεικνύει υψηλές νομοθετικές επιδόσεις για τον αποκλεισμό των στρατηγικών κακοπληρωτών. Ποτέ όμως το ενδιαφέρον της για την αποτελεσματικότερη πρόσβαση των υπερχρεωμένων νοικοκυριών στις διαδικασίες και την ουσιαστική αξιοποίησή του. Τροφοδοτεί, κατ’ αυτόν τον τρόπο, την προκατάληψη και την απαξίωση. Η agenda της δεν περιλαμβάνει την αποτελεσματικότητα του νόμου Κατσέλη για τους πράγματι υπερχρεωμένους. Προφανώς, θεωρεί ότι το ζήτημα αυτό το εξάντλησαν οι προηγούμενοι.
Έτσι, τα αρμόδια υπουργεία δεν συγκεντρώνουν πια (;) και δεν δημοσιοποιούν στατιστικά στοιχεία για τις αιτήσεις, τα ποσοστά αποδοχής, την ευδοκίμηση των ρυθμίσεων. Κανείς δεν έχει μια επίσημη και υπεύθυνη εικόνα για το τι συμβαίνει με τον νόμο Κατσέλη. Με βάση ανεπίσημες και εμπειρικές πηγές για τον αριθμό των αιτήσεων και τις απορριπτικές αποφάσεις, ιδίως τα τελευταία έτη, η εικόνα που βγαίνει είναι ότι η Ελλάδα, σε σύγκριση με τα στοιχεία των άλλων χωρών, είναι μάλλον μια χώρα που ευημερεί. Η συμβολή της πολιτείας στην εφαρμογή του νόμου έχει εγκαταλειφθεί. Ούτε το πολλαπλάσιο ποσοστό ανεργίας ούτε η ανατροπή των εισοδημάτων ούτε η εκρηκτική πιστωτική επέκταση που προηγήθηκε της κρίσης στέκονται πλέον ικανά να εμποδίσουν τον αποκλεισμό χιλιάδων καταναλωτών, και κυρίως αυτών των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων, ως δόλιων.
Η άποψη ότι ο νόμος Κατσέλη είναι προϊόν της κρίσης είναι ασφαλώς πολιτικά θλιβερή. Πρωτίστως, όμως, για την κυβέρνηση είναι ασυνεπής. Και αυτό γιατί μέσα στην κρίση η κυβέρνηση δρομολόγησε τη συρρίκνωση της προστασίας του, τη δυσχέρανση της εφαρμογής του, την κατάργηση του βασικού του κορμού. Μέσα στην κρίση ο νόμος Κατσέλη δέχθηκε ήδη τα σημαντικότερα πλήγματα.
Η συγκυρία της λήξης
Η κρίση τελειώνει, λοιπόν, και αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι η κυβέρνηση ετοιμάζεται να τελειώσει -διά της αδράνειας- το προϊόν αυτής της κρίσης: τον νόμο Κατσέλη. Τι ωραία σύμπτωση! Τελειώνει όταν αρχίζουν πια να οργιάζουν οι πλειστηριασμοί, όταν πια έχουν διαμορφωθεί οι υποδομές για τον εκπλειστηριασμό των κατοικιών, με τις τράπεζες και τις γνωστές εταιρείες έτοιμες πια να τις αποκτήσουν, διά συμψηφισμού μέρους των απαιτήσεων, όπως ήδη συμβαίνει, και να πρωτοστατήσουν σε μία νέα επιχειρηματική δραστηριότητα σε βάρος των αδυνάτων.
Στη «μετά κρίση» εποχή είναι προφανώς σημαντικό οι υπερχρεωμένοι να στερηθούν την αξιακή και διαπραγματευτική δύναμη του νόμου Κατσέλη. Δεν θα συμμετέχουν ως ισότιμα υποκείμενα σε μια διαδικασία ρεαλιστικής διευθέτησης των οφειλών και προστασίας της κύριας κατοικίας. Οι τράπεζες και τα funds αναλαμβάνουν ανεμπόδιστα, με αποκλειστικό γνώμονα το δικό τους συμφέρον, τη διαχείριση του προβλήματος. Οι υπερχρεωμένοι, από αιτούντες έννομη προστασία, μπορούν να γίνουν ικέτες. Μπορούν ακόμη να παρηγορηθούν με τις ασύμμετρες διαδικασίες και τα «καψόνια» του Κώδικα Δεοντολογίας της Τράπεζας της Ελλάδος, αποδεχόμενοι την αναιτιολόγητη, μονομερή και ανέλεγκτη πρόταση του πιστωτικού φορέα. Η κυβέρνηση τον νόμο Κατσέλη τον βρήκε. Δεν ανήκει σε αυτούς που μόχθησαν για να τον αποκτήσει η χώρα μας. Δεν βίωσε την αγωνία και την ανακούφιση των χιλιάδων υπερχρεωμένων νοικοκυριών για την κατάκτησή του. Ίσως γι’ αυτή να ήταν καλύτερα να μην υπήρχε και αν έχει αξία πια είναι μόνο ανταλλακτική. Ο νόμος Κατσέλη αντιμετωπίζεται ως ξένο σώμα για την κυβέρνηση. Όχι όμως και για την κοινωνία. Ξένο σώμα για την τελευταία θα είναι η κυβέρνηση που θα τον καταργήσει.