Από την έντυπη έκδοση
Του Ιωάννη Παπαδόπουλου*
* Ο Ιωάννης Παπαδόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.
Τι διαφορά που κάνουν δύο μόνο χρόνια! Στο ετήσιο συνέδριο των Βρετανών Συντηρητικών το φθινόπωρο του 2016 ο τόνος ήταν σχεδόν θριαμβευτικός, με τους περισσότερους ομιλητές να επιχαίρουν για την επικείμενη αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου (Η.Β.) από την Ε.Ε. και την «ανάκτηση του ελέγχου» από τους ίδιους τους Βρετανούς.
Όμως στο συνέδριο των Τόρις πριν από λίγες εβδομάδες ήταν εμφανής μια εντελώς διαφορετική ατμόσφαιρα: η ίδια η πρωθυπουργός και ηγέτιδα του κόμματος Τερέζα Μέι ακούστηκε πιο συμφιλιωτική απέναντι στους 27, ενώ πολλοί ομιλητές (αν εξαιρέσει κανείς, βεβαίως, τον ιδιοσυγκρασιακό τέως υπουργό Εξωτερικών Μπόρις Τζόνσον) προσπάθησαν να κατευνάσουν τις διογκούμενες ανησυχίες των επιχειρηματιών και των πολιτών για το ενδεχόμενο ενός «άτακτου Brexit», δηλαδή μιας αποχώρησης της χώρας από την Ένωση χωρίς συμφωνία, με αποτέλεσμα την άμεση εφαρμογή ελέγχων και δασμών στα σύνορα μεταξύ Η.Β. και Ε.Ε.
Η ιστορική τραγική ειρωνεία της «υπόθεσης Brexit» είναι ότι αναδεικνύει ξανά ως εμπόδιο στην εξομάλυνση των διεθνών σχέσεων του Η.Β. το λεγόμενο «ιρλανδικό πρόβλημα», και πιο συγκεκριμένα το «πρόβλημα της Βόρειας Ιρλανδίας (Ulster)», όπως ακριβώς γινόταν από τη δεκαετία του 1920 έως το 1998. Κατά το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα, ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας του IRA, ο οποίος εκτράπηκε σε ένοπλη τρομοκρατία μετά την αναγνώριση της ιρλανδικής ανεξαρτησίας ταυτόχρονα με την παραμονή της Βόρειας Ιρλανδίας ως επαρχία του βρετανικού Στέμματος, ήταν αυτός που δηλητηρίασε τη σχέση μεταξύ αρχικά δύο γειτονικών -αλλά τόσο διαφορετικών μεταξύ τους- εθνών και κατόπιν δύο κρατών-μελών της ΕΟΚ. Και τώρα, ειρωνικά, που η πάλαι ποτέ υποτελής Ιρλανδία έχει ενταχθεί πλήρως και οριστικά στην Ε.Ε. και την Ευρωζώνη, το «ιρλανδικό ζήτημα» εμποδίζει ξανά -αυτήν τη φορά όμως χωρίς αιματοχυσία- μια ομαλή έξοδο των Βρετανών χωρίς επαπειλούμενη καταστροφή της οικονομίας τους.
Στην επανάληψη του βρετανοϊρλανδικού δράματος, το κομβικό σημείο που δεν φαίνεται να μπορεί να επιλύσει η πολιτικά δέσμια Βρετανίδα πρωθυπουργός είναι το λεγόμενο «backstop», ήτοι η παραμονή της Βόρειας Ιρλανδίας στην Τελωνειακή Ένωση της Ε.Ε. για όσο καιρό απαιτηθεί προκειμένου να αποφευχθεί η εγκατάσταση συνοριακών και τελωνειακών ελέγχων στα χερσαία σύνορα των δύο χωρών («σκληρό σύνορο») και η αναβίωση των εθνοτικών και θρησκευτικών διαμαχών που βούτηξαν στο αίμα τον τοπικό πληθυσμό έως τη Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής του 1998. Και τα τρία μέρη -Βρετανία, Ιρλανδία, Ε.Ε.- επιθυμούν να μην επανέλθουμε στην πρότερη κατάσταση ενός «σκληρού συνόρου».
Όμως η πρόταση του διαπραγματευτή της Ε.Ε. Μισέλ Μπαρνιέ -η οποία απολαμβάνει την αρραγή υποστήριξη όλων των κρατών-μελών και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου- για χρονικά απροσδιόριστη παραμονή της βρετανικής επικράτειας της Βόρειας Ιρλανδίας στην Εσωτερική Αγορά και την Τελωνειακή Ένωση της Ε.Ε., σε συνδυασμό με την επιβολή τελωνειακών ελέγχων στα εμπορεύματα που κινούνται θαλάσσια και αεροπορικά από και προς το Ηνωμένο Βασίλειο, δεν μπορεί να γίνει με τίποτα αποδεκτή από τον μικρό κυβερνητικό εταίρο των Συντηρητικών. Πράγματι, το Δημοκρατικό Ενωτικό Κόμμα (Democratic Unionist Party - DUP), το οποίο εκφράζει τις σκληρές φιλομοναρχικές δυνάμεις στη Βόρεια Ιρλανδία, θεωρεί ότι μια τέτοια λύση εμπορικής και τελωνειακής εξομοίωσης της Βόρειας Ιρλανδίας με την Ιρλανδία θα κατέληγε ουσιαστικά στην αποδοχή του διαμελισμού μιας ενιαίας, κατά τα άλλα, και ανεξάρτητης πια από την Ε.Ε. Μεγάλης Βρετανίας.
Η δε Τερέζα Μέι είναι αναμφίβολα η πιο αδύναμη Βρετανίδα πρωθυπουργός από την εποχή του Νέβιλ Τσάμπερλεν, η ενδοτική προς τους ναζί κυβέρνηση του οποίου κατέρρευσε σαν τραπουλόχαρτο μετά την έναρξη των εχθροπραξιών από τη χιτλερική Γερμανία το 1939. Τώρα η Μέι είναι -ειρωνικά και πάλι- πολιτικά διαμελισμένη η ίδια ανάμεσα στη συμπαγώς εχθρική αντιπολίτευση και τους φιλοευρωπαίους βουλευτές του κόμματός της, από τη μία μεριά, και τους εθνικιστές βουλευτές της και τους βουλευτές του DUP, από την άλλη. Οι μεν είναι αποφασισμένοι να αδράξουν οποιαδήποτε ευκαιρία για να φέρουν ένα «μαλακό Brexit», με παραμονή συνολικά του Ηνωμένου Βασιλείου στην Εσωτερική Αγορά της Ε.Ε., ενώ οι δε είναι εξίσου αποφασισμένοι να μην επιτρέψουν καμία συμβιβαστική λύση που να ακυρώνει εν τοις πράγμασι την ανεξαρτησία και την εδαφική ενότητα της χώρας. Η ώρα που αυτές οι δύο αντίρροπες τάσεις θα συγκλίνουν στην πτώση της αδύναμης και διχασμένης κυβέρνησης Μέι πλησιάζει γοργά. Πιθανώς αυτή η εξέλιξη θα είναι η τελευταία ελπίδα για μια βιώσιμη λύση του νέου βρετανοϊρλανδικού και ενδοβρετανικού δράματος, που άνοιξε με την άγονη έως τώρα διαδικασία αποχώρησης του Η.Β. από την Ε.Ε.