Από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο έως τον τελευταίο Κωνσταντίνο, τον Δραγάση Παλαιολόγο. Από τον εγκαινιαστικό Μάη του έτους 330, στον άλλον, τον τραγικό Μάη, της αποφράδας Τρίτης του 1453. Είναι λοιπόν απόλυτα αληθινό αυτό που γράφτηκε για την Πόλη: «Μάη πανώρια είδες το φως/Μάη και τού θανάτου το σκοτάδι/όταν χωρίς ελπίδα ανάστασης/την κάθοδο έζησες του Αδη».
Από την 11η Μαΐου του έτους 330, όταν ο Κωνσταντίνος τελεί τα εγκαίνια της Πόλης, στην οποία, ακολουθώντας την αλεξανδρινή παράδοση, έδωσε το αυτοκρατορικό του όνομα, έως την 29η Μαΐου 1453, όταν τα στρατεύματα τού Μωάμεθ Β', δύσπιστα αρχικά μπροστά στην αφύλακτη Κερκόπορτα (ξυλόπορτα), εισβάλλουν στη συνέχεια στην Πόλη και έκπληκτοι οι στρατιώτες, λόγω τού ολιγάριθμου των αμυντόρων, αρχίζουν ανενδοίαστα τη λεηλασία και την αιχμαλωσία τής Βασιλεύουσας.
Από τον Μάιο του 330 έως τον Μάιο του 1453 οριοθετείται και χρονολογείται ο βίος τής παγκόσμιας Αυτοκρατορίας του Μεσαιωνικού Ελληνισμού, τής Αυτοκρατορίας που εντελώς άκριτα ονομάζουμε και εμείς σήμερα Βυζάντιο, όνομα το οποίο της δόθηκε από τους πρώτους μελετητές της, καθολικούς καλόγερους, που για ευνόητους λόγους δεν ήθελαν να αποκαλέσουν με το ευγενές κατ' αυτούς ρωμαϊκό όνομα, το κράτος των «σχισματικών Ορθοδόξων».
Στη σπαρακτική κραυγή «η Πόλις εάλω» των κατοίκων τής δύστηνης Βασιλεύουσας του 1453, απαντά, σχεδόν πειστικά, η φράση «ή και εάλω η Πόλις ουκ εάλω». Αυτή η Πόλις και το κράτος της έπρεπε, άλλωστε, να μείνει αλώβητο ανά τους αιώνες ως «πρώτον πιστεύσαν εις τον Δεσπότην Χριστόν». Αυτό διαλαλεί ο Κοσμάς Ινδικοπλεύστης, ταπεινός μοναχός τής εποχής τού Ιουστινιανού. Η διαπίστωση αυτή τού Κοσμά για το αλώβητο τού θεοφύλακτου κράτους των Ρωμαίων θα γίνει πεποίθηση και λαϊκή πίστη, που θα ταυτίσει την ιστορία τού κόσμου, και όχι μόνο τού Βυζαντίου, με την τύχη της Βασιλεύουσας. Και αυτό γιατί το Βυζάντιο, που δεν είναι παρά η εκχριστιανισμένη και εξελληνισμένη Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ταυτίστηκε πάντοτε από τη γέννησή του με την Κωνσταντινούπολη και τανάπαλιν.
Η παλαιά Ρώμη ήταν μεν η Αιωνία Πόλις, αλλά δεν ήταν παρά μία Roma mobilis , μία κινητή δηλαδή Ρώμη, διότι σύμφωνα με τα ρωμαϊκά πρότυπα, Ρώμη ήταν η πόλη όπου βρισκόταν ο εκάστοτε αυτοκράτορας. Αντίθετα όμως από την παλαιά, η νέα Ρώμη, η Κωνσταντινούπολη δηλαδή, ήταν η αμετάθετη έδρα του αυτοκράτορα, εξ ου και το όνομα Βασιλεύουσα. Οποιος κατέχει τη Νέα Ρώμη είναι κύριος ολόκληρου τού κράτους.
«Πόλις εστί βασιλεύουσα τού κόσμου δε παντός υπερέχουσα», όπως θα γράψει ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος.
Iστορική ενοχή και θρύλοι
Για τις επερχόμενες θεομηνίες που θα γνωρίσει σχεδόν αδιάκοπα η Κωνσταντινούπολη, με κατακλείδα, βέβαια, την πρώτη άλωση το 1204 από τους Σταυροφόρους και την τελική το 1453 από τους Τούρκους, δημιουργείται πλέον στο ποίμνιο το συναίσθημα τής ιστορικής ενοχής, αποδίδεται η κάθε αντιξοότητα στις αμαρτίες των δεινοπαθούντων. Στον λόγο του θρόνου που θα εκφωνήσει ο Θεόδωρος Λάσκαρης στη Νίκαια μετά την πτώση τής Κωνσταντινούπολης το 1204 θα τονίσει ότι «απεσφαιρίσθημεν τού Παραδείσου τού ευρρίζου αγλαΐσματος πάσης τής γης -πρόκειται βέβαια για την Κωνσταντινούπολη- ως αμαρτώντες». Ο λόγος και η αιτία της κάθε κακοδαιμονίας που γνωρίζουν οι Βυζαντινοί συνοψίζονται έκτοτε λακωνικά στο ηθικό παραστράτημά τους.
Τότε, βέβαια δεν υπάρχει ξένος δάκτυλος, όπως λέμε τώρα. Την ίδια εποχή, ο απλός λαός θα βρίσκει παραμυθία στις πολυποίκιλες προφητείες που μιλούν για την αιωνιότητα τής Αυτοκρατορίας.
Το τέλος της Ιστορίας της ανθρωπότητας, κατά την τρέχουσα εσχατολογική αντίληψη, έπρεπε να συμπέσει με το τέλος της Ρώμης, δηλαδή του Βυζαντίου. Αυτό έλεγαν, με τρόπο βέβαια αινιγματικό, τα κείμενα γύρω από την Αποκάλυψη, όπως οι χρησμοί τού Λέοντος ΣΤ' του Σοφού, τα έργα του Νεοφύτου Εγκλείστου, τα κείμενα του Ανδρέα Καισαρείας, αλλά και του Αρέθα, τού Νικήτα Παφλαγόνος και βέβαια, του Ψευδο-Μεθόδιου.
Στο ίδιο κλίμα και πνεύμα ανήκει και ο θρύλος γύρω από τον τελευταίο βασιλιά των Ρωμαίων. Για πρώτη φορά, ο θρύλος του μαρμαρωμένου Βασιλιά μνημονεύεται στη μετάφραση τής Αποκάλυψης του Ψευδο-Μεθόδιου. Ο θρύλος θα ζήσει σχεδόν αναλλοίωτος έως τις μέρες μας, ως θρύλος του πετρωμένου-μαρμαρωμένου Βασιλιά, αλλά και τής ημιτελούς λειτουργίας στην Αγία Σοφία.
Πολλοί λογοτέχνες, λαϊκοί αλλά και του έντεχνου λόγου, εμπνεύσθηκαν από τη θρυλική μορφή τού Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Αλλωστε, από τους Νεοέλληνες και όχι από τους μεγαλοϊδεάτες μόνο, πολλοί είναι ακόμη που περιμένουν το θαύμα να γενεί, δηλαδή να δουν στην Πόλη ζωντανούς τον Πετρωμένο Βασιλιά και τον Ακρίτη Διγενή.
Οσο όμως και αν θρηνούν την πτώση τής Κωνσταντινούπολης τα ανακαλήματα, (οι θρήνοι που γράφτηκαν για την Αλωση), όσο και αν η έλλογη διαχείριση του παρελθόντος από καταξιωμένους ιστορικούς υπογραμμίζει το σθένος και την ανδρεία των υπερασπιστών τής Κωνσταντινούπολης, όσο θα σιγοψιθυρίζεται το «πάλι με χρόνια με καιρούς...», ένα θα μείνει αληθινό, ότι τα ίδια λόγια, «πάρθεν η Πόλις, πάρθεν», θα λέγονται θρηνητικά από τις Ρωμιές και θριαμβευτικά από τις Τούρκισσες μανάδες.
Μνήμη λοιπόν τραυματική η πτώση της Πόλης και όχι μόνον για τους Νεοέλληνες, αλλά και για τους άλλους Ορθόδοξους λαούς. Πολλοί είναι οι Λατίνοι τής εποχής, Ιταλοί και άλλοι, που κατάλαβαν επιτέλους ότι μετά την Πόλη άνοιγε ο δρόμος των Τούρκων για τη δική τους Ευρώπη. Η πτώση τής Κωνσταντινούπολης είχε παγκόσμια απήχηση και μάλιστα πολύ γρήγορα. Είναι ενδεικτικό ότι ένας Πολωνός συγγραφέας θα γράψει ότι η Χριστιανοσύνη έχασε έναν από τους οφθαλμούς της και έμεινε τώρα μονόφθαλμη. Γεγονός λοιπόν με εμβέλεια που ξεπερνά τον κόσμο των πρωταγωνιστών του, η πτώση τής Πόλης σημαδεύει το γύρισμα τού χρόνου τής Ιστορίας. Τότε σωστά τοποθετείται από πολλούς επιστήμονες το τέλος του Μεσαίωνα.
Υστερόγραφο. Δεν είναι μόνο η 29η Μαΐου του 1453, αλλά και η 29η Μαΐου του 1460, που πέφτει και ο Μυστράς. Είναι η μέρα που πέφτει όλος ο ελληνικός χώρος.
* «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος εις μάχην 1453», Μυτιλήνη, μουσείο Θεόφιλου
K.T. Πηγή: Από ομιλία της Ελένης Γλυκατζη Αρβελέρ πριν από δύο χρόνια στη Στοά του Βιβλίου