Η προειδοποιητική βολή είχε έρθει τον περασμένο Νοέμβριο, όταν η Ε.Ε. αποφάσισε να «παγώσει» το ποσό αυτό, συνολικού ύψους 70 εκατ. ευρώ, μέχρι η Τουρκία να επιδείξει μετρήσιμα αποτελέσματα στον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ελευθερίας του τύπου. Αλλά αυτό δεν έγινε ποτέ.
Όπως επισημαίνει ο Μανώλης Κεφαλογιάννης, επικεφαλής της Μικτής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Ε.Ε. - Τουρκίας, «αυτά τα χρήματα ήταν εκεί για την πρόοδο σε συγκεκριμένους τομείς, όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα, οι μειονότητες κλπ. Αλλά η Τουρκία δεν έχει κάνει βήματα.
Το μόνο θετικό μήνυμα που έχει στείλει όλο αυτό το διάστημα, είναι η απελευθέρωση των δύο Ελλήνων αξιωματικών. Σε άλλα θέματα δεν έχει δείξει την επιμέλεια που θα βοηθούσε, ώστε να ξαναβρεί τον βηματισμό στην ευρωπαϊκή προοπτική και σε σωστές σχέσεις φιλίας και συνεργασίας με τους συμμάχους της».
Κομισιόν και Ευρωκοινοβούλιο προτείνουν τώρα να διατεθούν τα χρήματα αυτά για την ενίσχυση του Ευρωπαϊκού Μέσου Γειτονίας, ώστε να καλυφθεί μέρος των ευρωπαϊκών δεσμεύσεων προς τη Συρία. Ωστόσο τίθεται το ερώτημα: Μήπως με τις περικοπές τιμωρούνται περισσότερο οι απλοί πολίτες στην Τουρκία και λιγότερο η κυβέρνηση της Άγκυρας;
«Όταν αυτά τα κονδύλια πηγαίνουν σε μία χώρα και δεν τα διαχειρίζονται οι άνθρωποι, οι οποίοι πρέπει να τα διαχειριστούν, τότε είτε πηγαίνουν είτε δεν πηγαίνουν τα χρήματα, το αποτέλεσμα θα είναι ένα και το αυτό» λέει ο Μανώλης Κεφαλογιάννης. «Άρα η ΕΕ πρέπει να προστατέψει τα χρήματα των Ευρωπαίων φορολογουμένων, αλλά κυρίως να κατοχυρώσει ότι αυτά τα χρήματα πηγαίνουν στον συγκεκριμένο σκοπό για τον οποίο έχουν ψηφιστεί».
Προενταξιακά κονδύλια για... τεθωρακισμένα;
Προ μηνών ο ευρωβουλευτής του Κινήματος Αλλαγής, Νίκος Ανδρουλάκης, είχε επισημάνει ότι η Τουρκία εκταμίευε κονδύλια από προ-ενταξιακές δράσεις για την αγορά τεθωρακισμένων οχημάτων αναγνώρισης, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε επιχειρήσεις εσωτερικής ασφάλειας, αλλά και πολεμικές επιχειρήσεις εκτός συνόρων.
Μιλώντας σήμερα στην Deutsche Welle, ο Έλληνας ευρωβουλευτής επισημαίνει: «Ως ευρωβουλευτής αποκάλυψα πριν από μερικούς μήνες ότι χρησιμοποιήθηκαν προ-ενταξιακά κονδύλια για να αγοράσει η Τουρκία τεθωρακισμένα οχήματα βαρέως τύπου, τα περισσότερα μπήκαν στα σύνορα με τη Συρία, αλλά κάποια και στα σύνορα με τον Έβρο. Προφανέστατα δεν μπορεί να δεχόμαστε τέτοιες πρακτικές, ιδιαίτερα όταν ο Ερντογάν είναι παράγοντας συνεχούς αστάθειας. Και είμαι πολύ χαρούμενος που πρέπει να πάρει ένα μήνυμα η Τουρκία να αλλάξει στρατηγική».
Οι περικοπές κονδυλίων γίνονται σε μία συγκυρία, στην οποία εντείνεται ο προβληματισμός για την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Πρόσφατα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είχε ζητήσει από τους Ευρωπαίους ηγέτες να «παγώσουν» και επισήμως τις διαπραγματεύσεις με την Άγκυρα και, όπως επισημαίνει ο Μανώλης Κεφαλογιάννης, το κλίμα παραμένει ιδιαίτερα αρνητικό.
«Έχουμε πάει αιώνες πίσω στη σχέση μας με την Τουρκία τα τελευταία δύο χρόνια» λέει ο ευρωβουλευτής της Ν.Δ. «Το κλίμα είναι πολύ αρνητικό. Η πιο θετική προσέγγιση έρχεται από τους γείτονες. Εκείνοι γνωρίζουν την περιοχή, γνωρίζουν τους κινδύνους και θέλουν μία Τουρκία όχι διαλυμένη, όπως η Συρία και το Ιράκ, θέλουν μία Τουρκία σταθερή, για να μην έχουμε άλλες περιπέτειες στην ευρύτερη περιοχή. Και αυτό είναι το μόνο που κρατάει ανοιχτό τον διάλογο με την Τουρκία σήμερα».
Απαιτούνται «συγκεκριμένα βήματα»
Το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ), η μεγαλύτερη πολιτική ομάδα του Ευρωκοινοβουλίου, δεν βλέπει δυνατότητα ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. Επιφυλάξεις εκφράζουν πλέον και πολλοί από τους Ευρωπαίους σοσιαλιστές. Ακόμη και η ευρωπαϊκή Αριστερά τηρεί μάλλον αρνητική στάση, απαιτώντας «συγκεκριμένα βήματα» από την Άγκυρα.
Όπως δηλώνει η επικεφαλής της Κ.Ο. της Αριστεράς στο Στρασβούργο, Γκάμπι Τσίμερ, «η διαδικασία προσχώρησης έχει παγώσει και η τουρκική κυβέρνηση πρέπει να κάνει βήματα από την πλευρά της, ώστε να αρχίσουν ξανά οι διαπραγματεύσεις. Εμείς λέγαμε πάντα ότι δεν πρέπει να διαρραγούν οι σχέσεις με την Τουρκία και δεν μπορεί να αναβάλλεται επ΄αόριστον η ενταξιακή διαδικασία, θέλουμε όμως να δούμε συγκεκριμένα βήματα προόδου, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».