Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Στα 6 δισ. ευρώ σε βάθος τετραετίας ανέρχεται το δημοσιονομικό κόστος των εξαγγελιών που έκανε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κυριάκος Μητσοτάκης το περασμένο Σαββατοκύριακο από το βήμα της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης. Τα στοιχεία για την κοστολόγηση των μέτρων αποκαλύπτει ο διευθυντής του γραφείου του προέδρου της Ν.Δ. και πρώην σύμβουλος του Κ. Μητσοτάκη σε θέματα δημοσιονομικής πολιτικής, Στυλιανός Πέτσας, σε συνέντευξή του στη «Ναυτεμπορική».
Ο κ. Πέτσας υπεραμύνεται της πρότασης για απόδοση των εσόδων του ΕΝΦΙΑ στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, εξηγώντας ότι θα υπάρχει «εξισορροπητικός» μηχανισμός για να μην αδικηθούν οι ελλειμματικοί δήμοι, ενώ θα διατηρηθεί και ο συμπληρωματικός φόρος ακινήτων. Υποστηρίζει ότι η μείωση των εισφορών από το 20% στο 15% θα γίνει σε βάθος τετραετίας, καθώς το κόστος της συγκεκριμένης πρότασης ανέρχεται στα 2 δισ. ευρώ. Αναφερόμενος στο ασφαλιστικό, υποστηρίζει ότι η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας οδηγεί σε υψηλότερα ποσοστά αναπλήρωσης, χωρίς όμως να θίγεται η εθνική σύνταξη των 384 ευρώ.
<Οι εξαγγελίες του κ. Μητσοτάκη αγγίζουν όλες τις βασικές πηγές εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού: από ΕΝΦΙΑ και φόρο εισοδήματος μέχρι τις εισπράξεις από τις ασφαλιστικές εισφορές. Ποιο είναι το δημοσιονομικό κόστος που έχετε υπολογίσει;
«Η αλλαγή του μίγματος πολιτικής που προτείνουμε βασίζεται στη μείωση των φόρων και των εισφορών αλλά και στο συμμάζεμα του κράτους. Το συνολικό κόστος της αλλαγής του μίγματος πολιτικής ανέρχεται σε περίπου 6 δισ. ευρώ σε βάθος τετραετίας».
Εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις, δεν υπήρξε συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα υλοποίησης αυτών των εξαγγελιών. Ποιος είναι ο ορίζοντας των παρεμβάσεων που ανακοινώσατε;
«Κάποιες από τις παρεμβάσεις μας είναι εμπροσθοβαρείς και κάποιες ξεδιπλώνονται σταδιακά στο βάθος της τετραετίας. Για παράδειγμα, η μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 30%, που θα κοστίσει περίπου 850 εκατ. ευρώ, θα γίνει εντός της πρώτης διετίας, με μείωση 20% τον πρώτο χρόνο και 10% τον δεύτερο, με ταυτόχρονη εναρμόνιση των αντικειμενικών αξιών με τις εμπορικές. Αντίθετα, η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών για κύρια σύνταξη στο 15%, από 20% σήμερα, θα γίνει σταδιακά, καθώς συνεπάγεται σημαντική απώλεια εσόδων περίπου 2 δισ. ευρώ που πρέπει να επιμεριστεί μέσα στην τετραετία».
Με τα μέτρα που ανακοινώσατε, ο προϋπολογισμός μπορεί να βγάλει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% ή είναι απαραίτητη η επαναδιαπραγμάτευση του στόχου για να υλοποιήσετε το πρόγραμμά σας; Για τη χρηματοδότηση των εξαγγελιών έχετε λάβει υπ’ όψιν ή όχι την περικοπή των συντάξεων και του αφορολογήτου. Διότι η μη εφαρμογή αυτών των δύο μέτρων αλλάζει άρδην το σκηνικό όσον αφορά τις αντοχές του προϋπολογισμού…
«Το πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας είναι πλήρως κοστολογημένο και αποπνέει μια διαφορετική φιλοσοφία, η οποία είναι πιο φιλική προς την επιχειρηματικότητα, την ανάπτυξη και κατά την άποψή μας και την κοινωνική δικαιοσύνη. Θα σεβαστούμε τον στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ τον πρώτο χρόνο και με την προσήλωσή μας στις μεταρρυθμίσεις, στις αποκρατικοποιήσεις και στην οικονομική ανάπτυξη, θα κερδίσουμε αξιοπιστία και τότε θα ξαναθέσουμε στους εταίρους μας το θέμα επαναπροσδιορισμού των δημοσιονομικών στόχων σε πιο ρεαλιστικά επίπεδα. Η Νέα Δημοκρατία έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν ψήφισε και δεν επιθυμεί ούτε τη μείωση των συντάξεων ούτε τη μείωση του αφορολόγητου ορίου».
Ερωτήθηκε ο κ. Μητσοτάκης για το ποιες δαπάνες μπορούν να περικοπούν ώστε να χρηματοδοτηθούν οι εξαγγελίες. Η αναλογία μία πρόσληψη για πέντε αποχωρήσεις ήταν ένα μέτρο που ακούστηκε. Υπάρχουν άλλα συγκεκριμένα μέτρα;
«Πρώτον, ο περιορισμός των κρατικών δαπανών χωρίς να υποβαθμιστεί η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών που φτάνει περίπου τα 2 δισ. ευρώ την επόμενη διετία. Αυτό θα στηρίζεται, κυρίως, στην αξιολόγηση των δαπανών στο σύνολο της δημόσιας διοίκησης (spending reviews), στη βελτίωση των αποτελεσμάτων και τη δημοσιονομική πειθαρχία στους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, στην αυστηρότερη αναλογία προσλήψεων/αποχωρήσεων στο Δημόσιο (1/5), στην ενδυνάμωση της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, στην ενίσχυση των συμπράξεων του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα.
Δεύτερον, η επέκταση της χρήσης ηλεκτρονικών συναλλαγών θα διευρύνει τη φορολογική βάση, θα αυξήσει τα δημόσια έσοδα και θα δημιουργήσει δημοσιονομικό χώρο. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ, εάν η Ελλάδα έφτανε, το 2017, το μέσο επίπεδο χρήσης καρτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα ετήσια έσοδα από ΦΠΑ θα ήταν υψηλότερα κατά 21% (3,3 δισ. ευρώ).
Τρίτον, οι χαμηλότεροι φορολογικοί συντελεστές βελτιώνουν τη φορολογική συμμόρφωση και μειώνουν τα κίνητρα για φοροδιαφυγή, όπως αποδεικνύει και η μελέτη της Κομισιόν για το “κενό ΦΠΑ” το οποίο διαμορφώθηκε στο χαμηλότερο σημείο το 2014, όταν μειώθηκαν από την προηγούμενη κυβέρνηση συγκεκριμένοι φόροι, όπως ο ΦΠΑ στην εστίαση.
Τέταρτον, η υψηλότερη ανάπτυξη θα αποφέρει περισσότερα δημόσια έσοδα, που θα δημιουργήσουν επιπλέον δημοσιονομικό χώρο. Από κάθε 1 ευρώ επιπλέον ΑΕΠ τα 50 λεπτά περίπου επιστρέφουν μέσω φόρων και εισφορών στο δημόσιο ταμείο.
Πέμπτον, η κατάργηση της κυβερνητικής πολιτικής των “υπερπλεονασμάτων”. Δεν πιστεύουμε ότι πρέπει να παράγονται υπερπλεονάσματα ύψους 3,5 δισ. ευρώ μέχρι το 2022 όπως προβλέπεται στο ΜΠΔΣ 2019-2022, τα οποία προέρχονται από την υπερφορολόγηση για να μοιράζει η κυβέρνηση κρατικοδίαιτη επαιτεία σε όσους θεωρεί κομματικούς πελάτες».
Ασκείται ήδη κριτική για την πρόταση απόδοσης των εισπράξεων του ΕΝΦΙΑ στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Τι απαντάτε στα εύλογα ερωτήματα ότι μπορεί να ευνοηθούν οι δήμοι με τα ακριβότερα ακίνητα ή περιοχές στις οποίες χωροθετούνται μεγάλες επιχειρήσεις; Θα υπάρχει ένας αναδιανεμητικός μηχανισμός ή ένα πλαίσιο προστασίας από πιθανές αυθαίρετες αποφάσεις των τοπικών αρχόντων; Δεν ισοδυναμεί η πρότασή σας με κατάργηση του συμπληρωματικού φόρου, άρα και με μεγάλη ελάφρυνση όσων έχουν πολύ μεγάλη ακίνητη περιουσία;
«Η μεταφορά του ΕΝΦΙΑ στους δήμους ενδυναμώνει τη δημοκρατία, τη διαφάνεια, τη λογοδοσία και τη συμμετοχή των πολιτών. Είναι δίκαιη, καθώς συνυπολογίζει τις τοπικές ιδιαιτερότητες στον καθορισμό του συντελεστή και συμπεριλαμβάνει μηχανισμό δημοσιονομικής εξισορρόπησης. Δηλαδή, για τους δήμους που θα είναι “ελλειμματικοί”, σε σχέση με όσα θα εισπράττουν από το υφιστάμενο σύστημα των ΚΑΠ, θα υπάρξει μηχανισμός εξισορρόπησης, συμπεριλαμβανομένου του όποιου “συμπληρωματικού φόρου”. Προφανώς, ο ΕΝΦΙΑ θα συνεχίσει να εισπράττεται αρχικά από τη φορολογική διοίκηση (ΑΑΔΕ) και θα αποδίδεται στους δήμους. Επίσης, συνολικά, το ποσό που αποδίδεται σήμερα στους δήμους από τους ΚΑΠ και την κρατική επιχορήγηση δεν θα μειωθεί. Η φορολογική αποκέντρωση, ζητούμενο για το νεότερο Ελληνικό Κράτος εδώ και 200 χρόνια, δεν σημαίνει ανυπαρξία κεντρικής διοίκησης, αλλά ενδυνάμωση του εποπτικού και ελεγκτικού της ρόλου. Επομένως, δήθεν ανυπέρβλητα προβλήματα σε κάθε λύση εφευρίσκουν μόνο όσοι δεν θέλουν να αλλάξει τίποτα σε αυτήν τη χώρα. Όσοι βολεύονται με το να μας σέρνουν πίσω στον 20ό αιώνα, γιατί δεν μπορούν να βοηθήσουν την πατρίδα να πάει μπροστά στον 21ο αιώνα».
Ο κ. Μητσοτάκης εξήγγειλε κατάργηση του νόμου Κατρούγκαλου, διατήρηση της εθνικής κατώτατης σύνταξης και αλλαγή στον τρόπο υπολογισμού, ώστε να υπάρχει ισχυρότερο κίνητρο για ασφάλιση και απασχόληση. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να μειωθεί η κατώτατη σύνταξη από τα επίπεδα των 384 ευρώ που είναι σήμερα;
«Όχι. Για όλους τους ασφαλισμένους μέχρι σήμερα δεν αλλάζει τίποτα. Για τους νέους εργαζόμενους που θα μπουν στην αγορά εργασίας μετά τη μεταρρύθμιση που προτείνουμε, θα αλλάξει μόνο αυτό που σήμερα αποκαλείται “επικουρική” σύνταξη. Οι νέοι ασφαλισμένοι θα αποταμιεύουν στον ατομικό τους κουμπαρά, αντί στον κοινό. Δεν ανακαλύπτουμε τον τροχό, ακολουθούμε αυτό που συμβολίζει: την αλλαγή και την προσαρμογή στις νέες εργασιακές και δημογραφικές συνθήκες ως απαραίτητο όρο επιβίωσης. Οι εισφορές 7% στον δεύτερο πυλώνα θα συσσωρεύονται και θα επενδύονται με βάση ευρέως αποδεκτούς κανόνες και με ενιαία εποπτεία, δημιουργώντας αποθεματικά που θα φέρνουν αποδόσεις για τους δικαιούχους. Έτσι, για παράδειγμα, ένας νέος με περίπου 1.200 ευρώ/μήνα μέσο μισθό στον εργασιακό του βίο των 40 ετών, με μια συντηρητική απόδοση 3% θα έχει σωρεύσει στον “κουμπαρά” του 84 χιλιάδες ευρώ περίπου. Το ποσό αυτό αρκεί για να του αποδώσει μηνιαία σύνταξη περίπου 500 ευρώ/μήνα, μόνο από τον δεύτερο πυλώνα. Σε αυτόν προστίθεται η εθνική σύνταξη (384 ευρώ/μήνα) και το αναλογικό μέρος των εισφορών του στον πρώτο πυλώνα. Όλα αυτά μαζί οδηγούν σε ποσοστά αναπλήρωσης των μέσων αποδοχών του εργασιακού του βίου σαφώς πάνω από αυτά που προβλέπει ο νόμος Κατρούγκαλου. Ποιος λοιπόν δεν θέλει αυτήν τη λύση στο συνταξιοδοτικό;
Μόνο όποιος έχει βρει την “τελική λύση”, δηλαδή να πεθάνουν όλοι οι συνταξιούχοι άνω των 70 ετών, όπως είπε ο κ. Τσίπρας στη ΔΕΘ…».