Από την έντυπη έκδοση
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Τη Δευτέρα 23 Ιουλίου, πήγε για μια επίσκεψη στο Μάτι ο φίλος Κ.Π. και σήμερα έχει τη γυναίκα του στην εντατική, ενώ η κόρη του υποφέρει από βαρύ ψυχολογικό σοκ. Όσο για τον ίδιο, ανώτατο στέλεχος σε επιχείρηση τροφίμων, ομολογεί ότι δεν ελπίζει πλέον σε τίποτα.
Ο Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλος
«Ψήφισα ΣΥΡΙΖΑ τον Ιανουάριο 2015 γιατί είχα βαρεθεί τον κενό περιεχομένου δικομματισμό. Όμως τον Σεπτέμβριο ψήφισα τον Θεοδωράκη, έτσι, για να εκτονωθώ. Τώρα τα βλέπω όλα σκοτεινά. Διαβάζω συνεχώς και ακούω καθημερινά κριτικές για την ανεπάρκεια του κρατικού μηχανισμού, αλλά κανείς δεν μου λέει τι θα κάνει για να υπάρξει επάρκεια. Όλοι αυτοί στη μείζονα αντιπολίτευση από το 1974 ήτανε στην εξουσία. Μα καλά, ένα σχέδιο για το κράτος δεν έχουν; Εντάξει, να φύγει ο Τσίπρας, να πάει στην ευχή του Θεού η Δούρου. Και τι έγινε; Ως διά μαγείας θα έχουμε καλύτερη δημόσια διοίκηση; Θα γίνουν παράδειγμα προς μίμηση τα νοσοκομεία μας; Ασφαλώς όχι, γιατί δεν υπάρχουν σχέδια. Μόνον λόγια, και αυτό είναι το πρόβλημα…».
Ακριβώς έτσι είναι. Τα τελευταία σαράντα χρόνια έχω καταγράψει ως δημοσιογράφος πενήντα και πλέον εκπαιδευτικές, διοικητικές, ασφαλιστικές και άλλες θεσμικές μεταρρυθμίσεις. Όμως, έκπληκτος διαπιστώνω ότι αυτά που έγραφα το 1978, με κάποιες μικρές διορθώσεις ισχύουν και σήμερα. Αυτό σημαίνει ότι η ελληνική κοινωνία, διαχρονικά, σε θεσμικό και λειτουργικό επίπεδο, είναι σχετικά ακίνητη -φαινόμενο που έχει τεράστιο οικονομικό κόστος. Και περί αυτού δεν ειπώθηκε κάτι σοβαρό στην ομιλία του πρωθυπουργού στην 83η ΔΕΘ. Κρίμα.
Για παράδειγμα, μιλώντας τον Αύγουστο 2015, λίγο καιρό μετά το νέο μνημόνιο με τον πρώην υπουργό και καθηγητή κ. Τάσο Γιαννίτση, μάθαινα ότι ο ενταφιασμός της ασφαλιστικής του μεταρρύθμισης το 2001 από τους δήθεν συνδικαλιστές του δημόσιου τομέα, έχει σήμερα κόστος πάνω από το ένα τρίτο του συνολικού δημόσιου χρέους της χώρας. Ακόμα περισσότερο, αν η ασφαλιστική αυτή μεταρρύθμιση είχε γίνει, η Ελλάδα θα είχε αποφύγει και την είσοδό της στα μνημόνια.
Από την πλευρά του, ο καθηγητής κ. Νίκος Καραμούζης, πρόεδρος της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών, έχει κατ’ επανάληψιν τονίσει σε ομιλίες και άρθρα του ότι την περίοδο 1997-2009 κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα πάνω από 700 δισεκατομμύρια ευρώ επενδυτικά κεφάλαια, μέρος των οποίων «χάθηκε» στο παμφάγο ελληνικό κράτος χωρίς κανείς να γνωρίζει πώς και γιατί.
Πάνω στο θέμα αυτό, ο καθηγητής και πρώην βουλευτής κ. Παναγιώτης Καρκατσούλης έχει καταγγείλει ότι, πριν από την είσοδό μας στα μνημόνια, υπήρχαν στο ελληνικό Δημόσιο 2.200 κωδικοί μέσω των οποίων κινούνταν περί τα 2,5 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως, χωρίς κανείς να γνωρίζει πού πήγαιναν και για ποιον λόγο. Εις πείσμα δε των μνημονίων, κάποιοι από τους κωδικούς αυτούς υπάρχουν ακόμη και ορισμένοι δικαιολογούνται ως συνδεόμενοι με την εθνική ασφάλεια.
Όταν, λοιπόν, οι εταίροι-δανειστές μας υποστηρίζουν ότι το κόστος της εγχώριας δημόσιας διοίκησης, ως ποσοστό του ΑΕΠ, συγκριτικά είναι με διαφορά το υψηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν απέχουν καθόλου από την πραγματικότητα. Αυτός είναι εξάλλου ο κύριος λόγος που η Ελλάδα, σε ποσοστό ανάπτυξης, είναι μεταξύ των ουραγών στην Ένωση. Σύντομα δε θα την αφήσουν στην τελευταία θέση η Βουλγαρία και η Ρουμανία, οι οποίες αναπτύσσονται με ρυθμό 3% και 4% αντιστοίχως.
Συνεπώς, αν η Ελλάδα δεν αποφασίσει εδώ και τώρα να φέρει τα πάνω-κάτω στη δημόσια διοίκησή της, ανάπτυξη δεν θα ξαναδεί. Απλώς, όταν η διεθνής οικονομία θα πηγαίνει καλά, η χώρα, ως παράσιτό της, θα «αρπάζει» ένα μικρό ποσοστό ανάπτυξης -ανεπαρκέστατο, όμως, για την εξυπηρέτηση ενός τεράστιου δημόσιου χρέους.
Υπό αυτές τις συνθήκες, όσο στη χώρα δεν γίνεται σοβαρός λόγος για το κράτος, το κόστος του, την αποτελεσματικότητά του και τελικώς τον ρόλο του, τόσο οι προοπτικές της κοινωνίας και της οικονομίας θα σκοτεινιάζουν. Το σημερινό πανάκριβο και αντιπαραγωγικό συντεχνιακό κράτος δεν έχει κανένα απολύτως μέλλον. Σε καμία δε περίπτωση δεν είναι αναδιανεμητικό, αλλά ούτε και μπορεί να γίνει.
Άρα περί ποιου κοινωνικού κράτους μιλάμε; Οικονομική και κοινωνική δικαιοσύνη υπό καθεστώς πελατοκρατείας και κομματοκρατίας δεν μπορούν να υπάρξουν. Διότι, απλούστατα, αυτές οι δύο καταστάσεις αφαιρούν οικονομικό δυναμισμό από την κοινωνία και άρα είναι παράγοντες δημιουργίας ανισοτήτων. Είναι συντελεστές ακινησίας σε μια κοινωνία που θα έπρεπε να καταρρίπτει ρεκόρ καινοτομίας και κινητικότητας.
Μπορεί αυτή η διάσταση της οικονομικής πραγματικότητας να γίνει κατανοητή στη χώρα μας; Αυτό είναι και το μέγα διακύβευμα.