Από την έντυπη έκδοση
της Αγγελικής Κοτσοβού
[email protected]
Τουρκική κρίση και φόβοι για διάχυσή της, με πρώτο μεγάλο θύμα τις αναδυόμενες. Εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ-Κίνας, με τις δύο οικονομικές υπερδυνάμεις να διασταυρώνουν τα ξίφη τους, απειλώντας την παγκόσμια ανάπτυξη. Ο Ερντογάν βρυχάται, οι αγορές κλονίζονται. Ο Τραμπ «τιτιβίζει», τα χρηματιστήρια πέφτουν.
Τους τελευταίους μήνες, η νευρικότητα και οι έντονες αναταράξεις τείνουν να γίνουν κανόνας παρά εξαίρεση. Εν μέσω αβεβαιότητας και εντεινόμενου ρίσκου, υπάρχει ακόμη ένας παράγοντας που θα πρέπει να προβληματίσει τους επενδυτές: Οι κεντρικές τράπεζες και το τέλος της εποχής του φθηνού χρήματος.
Εδώ και πολλά χρόνια γίνονται συζητήσεις για το πώς θα αντιδράσουν οι διεθνείς αγορές όταν η «γενναιοδωρία» των κεντρικών τραπεζών φθάσει στο τέλος της. Αυτή η στιγμή πλησιάζει και οι επενδυτές έχουν στη διάθεσή τους ελάχιστους μήνες για να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες. Από το 2009, οι τέσσερις μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες -Fed των ΗΠΑ, ΕΚΤ, κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας και Τράπεζα της Αγγλίας- έχουν διοχετεύσει στην παγκόσμια οικονομία περίπου 13 τρισ. δολ. Οι «ενέσεις» άφθονης και φτηνής ρευστότητας, ειδικά κατά την κορύφωση της εποχής του εύκολου χρήματος, τροφοδότησαν κλίμα ευφορίας στα διεθνή χρηματιστήρια, οδηγώντας τις μετοχές σε επίπεδα-ρεκόρ.
Οι κεντρικές τράπεζες όμως κλείνουν σιγά σιγά τις στρόφιγγες, μια τάση που ενισχύεται προς τα τέλη του έτους. Και για πρώτη φορά, οι κεντρικές τράπεζες αναμένεται το 2019 να απορροφήσουν μεγαλύτερη ρευστότητα από εκείνη που θα διοχετεύσουν. Η Fed έχει προ πολλού βάλει τίτλους τέλους στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, ενώ από τον Δεκέμβριο του 2015 έχει εγκαινιάσει κύκλο αύξησης επιτοκίων.
Από τον Οκτώβριο επιταχύνει τη διαδικασία συρρίκνωσης του ισολογισμού της, απομακρύνοντας από τις αγορές 50 δισ. δολ. τον μήνα. Η ΕΚΤ έχει ήδη προαναγγείλει ότι θα σταματήσει τις αγορές ομολόγων στα τέλη του έτους. Η Τράπεζα της Αγγλίας αύξησε τα επιτόκια στα υψηλότερα επίπεδα από το 2009. Έπειτα από μία δεκαετία κοπής χρήματος και μείωσης του κόστους δανεισμού σε μηδενικά ή ακόμη και αρνητικά επίπεδα, φαίνεται πως έχει έλθει η ώρα απεξάρτησης των αγορών από το φθηνό χρήμα.
Δεν είναι εύκολο να κοπεί μια συνήθεια δέκα χρόνων. Αναλυτές της Pictet Asset Management υπολογίζουν ότι μια ένεση ρευστότητας ενός τρισ. δολαρίων από τις μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες συνεπάγεται άνοδο 20 μονάδων για τον χρηματιστηριακό δείκτη MSCI global - αλλά και αντίστοιχη πτώση όταν κλείνουν οι στρόφιγγες.
Κάποιες «γωνιές» των αγορών έχουν μεγαλύτερη ανάγκη τη ρευστότητα, όπως ορισμένες από τις πιο ευάλωτες αναδυόμενες οικονομίες, που εξαρτώνται από τις εισροές ξένων κεφαλαίων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η νομισματική κρίση στην Τουρκία. Μεταξύ των ανεπτυγμένων οικονομιών, οι αγορές ομολόγων από την ΕΚΤ προσφέρουν δίχτυ ασφαλείας σε χώρες της Ευρωζώνης που θεωρούνται αδύναμοι κρίκοι, όπως η Ιταλία. Μια νέα εποχή ανατέλλει, μόνο που αυτή τη φορά οι κεντρικές τράπεζες παύουν να έχουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο.