Από την έντυπη έκδοση
της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
Η χώρα είναι σκοτεινή και δύσκολη, μα «η απελπισία δεν είναι συναίσθημα διαρκείας/ Αφού υπάρχω/Και υπάρχεις/Η απελπισία τελειώνει σύντομα/Έτσι/Ή/Αλλιώς».
Γι’ αυτό φοβάμαι ότι «είτε μιλήσεις, είτε όχι, ούτε θ’ αποκαλύψεις ούτε θα προσθέσεις τίποτα σε τούτη την επίγεια κόλαση».
Κάποιος, κάπου, κάποτε θα σου ‘χε πει πως «πολύ λίγες πόλεις έχουν δομηθεί έτσι όπως πρέπει και κυρίως με γνώμονα την ασφάλεια».
Πόσες φορές άκουσες ότι ο οικιστικός ιστός σε πολλές περιοχές της Ελλάδας που είναι δημιούργημα των τελευταίων 4-5 δεκαετιών είναι παγίδα; «Ήταν η πόλη της Μάνδρας, κτισμένη πάνω σε ένα ποτάμι και το Μάτι και οι γύρω περιοχές είναι χτισμένες πάνω σε μία περιοχή που πολεοδομικά δεν στέκει, δεν συνάδει με τους κινδύνους, τους οποίους θα μπορούσαν να εκδηλωθούν στην περιοχή».
Είναι η νιοστή φορά που επαναλαμβάνεται σαν mantra, μόνο που δεν απελευθερώνει, η ομολογία αποτυχίας. «Σε πάρα πολλά σημεία χτίσαμε μέσα σε δασικές εκτάσεις, πάρα πολλές φορές κινηθήκαμε με αυθαίρετο τρόπο, πάρα πολλές φορές δουλέψαμε -και εν προκειμένω- χωρίς συγκεκριμένο σχεδιασμό, ο οποίος μετά δεν ανεστάλη ούτως ώστε να έχουμε τις δυνατότητες να επιβιώσουμε σε μία συνθήκη κρίσης...» «Ο μέσος εκπαιδευμένος Έλληνας [...] την έχει απεμπολήσει την κοινή λογική και σαν να μην έφτανε αυτό, το επίσημο κράτος επί πάρα πολλές δεκαετίες θεωρεί ότι δεν θα μπορούσαμε να φτάσουμε σε τραγωδία». «Εμείς οι ίδιοι ασκούμε πιέσεις πολλές φορές στις δημοτικές αρχές για να μην παρέμβουν ή προσπαθούμε να έλθουμε σε επαφή με το κράτος με όρους αρνητικούς και εκλογικής πελατείας, η οποία ωθεί το κράτος εν τέλει διαρκώς να νομιμοποιεί αυθαιρεσίες μας».
Για τη διαχείριση της κρίσης πολλά μπορείς να καταμαρτυρήσεις. Για «το ακραίο καιρικό φαινόμενο, τις ριπές του αέρα ή τη μορφολογία του εδάφους» υπάρχουν μόνο μιγαδικές λύσεις. Μα, πώς «εμμένεις σε τέτοια φτώχεια, που δεν είναι μόνο φτώχεια ή ερήμωση; Είναι αφανισμός».