Από την έντυπη έκδοση
Του Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Η ελληνο-ελληνική αντιπαράθεση που ζήσαμε γύρω από το θέμα της αναβολής ή και άρσης των συμφωνημένων μειώσεων των συντάξεων -και, γενικότερα, γύρω από τη δυνατότητα (και, ύστερα, τη σκοπιμότητα…) να ξεκινήσει η πορεία της Ελλάδας στη μεταμνημονιακή της εποχή με αιτήματα αναθεώρησης/χρήσης των περιθωρίων ελευθερίας της εποχής αυτής- «έδωσε» ήδη τα πρώτα της αποτελέσματα. Δυσάρεστα, θαρρούμε.
Η ίδια η καγκελάριος Μέρκελ έκρινε επάναγκες να διευκρινίσει ότι ναι μεν λήγουν τα προγράμματα/μνημόνια με την ημερολογιακή τους ολοκλήρωση, όμως «η συνέχεια της επίδρασης των προγραμμάτων δεν τελειώνει την ίδια μέρα». Η καγκελάριος προχώρησε ψιλοκαίγοντας και τις προσδοκίες για μείωση των (συμφωνημένων) πρωτογενών πλεονασμάτων, με την ταυτολογική παρατήρηση ότι «χωρίς τα πλεονάσματα αυτά δεν θα μπορούσε να μειώσει η Ελλάδα το επίπεδο του χρέους της», και προσθέτοντας το Πάρθιον βέλος ότι «αυτό είναι το ζητούμενο».
Πιο σημαντικό ακόμη: ο οίκος αξιολόγησης S&P, που είχε προ ημερών αναβαθμίσει το αξιόχρεο της ελληνικής οικονομίας, έκανε ένα βήμα περαιτέρω -περνώντας το outlook του «Β+» που έχει δώσει προ ημερών σε «θετικό» από «σταθερό»-όμως έσπευσε να προσθέσει ότι προσβλέπει «σε πρόσθετες μεταρρυθμίσεις» (και σε μείωση των NPLs των τραπεζών). Ενώ επέσεισε και απειλή υποβάθμισης αν αρχίσουν «να καθυστερούν οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες» ή αν αδυνατίσει η ανάπτυξη.
Τη στιγμή που διεθνείς συντελεστές, όπως το Bloomberg, η BlackRock ή η Greylock CM, ενθαρρύνουν ή αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο να επανέλθουμε άμεσα στις αγορές -π.χ. για αντικατάσταση των πολιτικά περιοριστικών δανείων από ΔΝΤ- παρόμοιες τοποθετήσεις ασφαλώς και δεν βοηθούν…
Προσέρχεται λοιπόν στο σκηνικό αυτό το Μηνιαίο Δελτίο του ΣΕΒ Ιουλίου, που, ενώ ευόρκως αναδεικνύει τις «επιδόσεις της οικονομίας [που] παραμένουν γενικά θετικές», αναφέρεται σε μικρή, πλην υπαρκτή επιδείνωση του οικονομικού κλίματος (όπως μετράται από τις επιχειρηματικές προσδοκίες που υποχώρησαν τον Ιούνιο, σε κατασκευές και σε λιανεμπόριο) έπειτα από δίμηνη άνοδο, καθώς και στην υποχώρηση του δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης (με κάμψη των προσδοκιών των νοικοκυριών μετά τη βελτίωση του τέλους 2017/αρχών 2018).
Δείτε όμως και την άλλη συνεισφορά ΣΕΒ στη δημόσια συζήτηση - εκείνη του Εβδομαδιαίου Δελτίου, που σημειώνει ότι «η παραγωγικότητα συνεχίζει να μειώνεται παρά την ανάκαμψη της οικονομίας», είναι η καταγραφή. «Ακόμη και με την +1,4% αύξηση του ΑΕΠ το 2017, η παραγωγικότητα συνέχισε να υποχωρεί, κατά -0,8%». Αυτή η δυσοίωνη εξέλιξη συνεχίζεται αδιάλειπτα από το 2008 και μετά: «υπεύθυνη γι’ αυτήν είναι η εκτεταμένη αποεπένδυση». Κοιτάζοντας μάλιστα πιο αναλυτικά τα στοιχεία, ο ΣΕΒ επισημαίνει ότι στους κλάδους όπου έχουμε υποχώρηση της παραγωγικότητας, βλέπουμε και τις ώρες ανά απασχολούμενο να αυξάνονται γρήγορα. Τι σημαίνει αυτό; Ότι εκεί είτε εντατικοποιείται η απασχόληση όσων δουλεύουν (δική μας σημείωση: μην το πολυψάχνετε για την υπερωριακή αμοιβή…) είτε γίνεται εκτεταμένη χρήση μερικής/ευέλικτης απασχόλησης. Γιατί; Επειδή συνεχίζεται η ανασφάλεια ως προς το αν η παρατηρούμενη ανάκαμψη θα έχει διάρκεια. Επανεξετάστε τώρα το επιχείρημα περί των απαιτούμενων επενδύσεων, που είναι η απόλυτη προϋπόθεση μιας διατηρήσιμης ανάπτυξης…
Ενώ, λοιπόν, κάπως έτσι ανοίγονται τα μέτωπα μέλλοντος, η πολιτική συζήτηση επιλέγει/προτιμάει/το βρίσκει εκλογικά αποδοτικότερο να μείνει αγκαλιασμένη με το παρελθόν. Γιατί, τι το πλέον «παρελθοντοστρόφο» από την αδιάκοπη ενασχόληση με το συνταξιοδοτικό;
Έχουμε ήδη μια υπερπρόθυμη, εσπευσμένη επανεπιβίβαση της κυβέρνησης στη λογική της μεταμνημονιακής διαχείρισης με επιστροφή στο «αυτά ξέρουμε, αυτά κάνουμε»: χαρακτηριστικό το παράδειγμα της παράλληλης έμφασης σε επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων (ενώ το θέμα δεν είναι αυτό, το θέμα είναι οι όροι του συστήματος διαπραγματεύσεων π.χ. με την υποχρεωτικότητα της διαιτησίας με μονομερή προσφυγή, ή πάλι την επεκτασιμότητα) ή της συμβολοποίησης της αύξησης του κατώτατου μισθού (όπου και πάλι το ζήτημα είναι περισσότερο η κλιμάκωση στον χρόνο). Τέλος, ας προσεχθεί η ευκολία με την οποία «ανακαλύπτεται» η πολιτική αποδοτικότητα της στροφής εναντίον της απερχόμενης τρόικας ή της επερχόμενης μεταμνημονιακής enhanced surveillance.
Λέτε να δούμε τον ΣΥΡΙΖΑ να στρέφεται εναντίον των Βρυξελλών ή/και των «εταίρων» άμα αρνηθούν κάποια χαλάρωση μετά την 20ή Αυγούστου; Λέτε να δούμε Ν.Δ. ή μετα-ΠΑΣΟΚ να ανακαλύπτουν ότι οι διάφοροι Μοσκοβισί, Γιούνκερ ή και Μέρκελ δεν είναι μόνον που κηρύσσουν ότι τα προγράμματα/μνημόνια μας τελειώνουν, αλλά να αποθαρρύνουν επαναδιαπραγμάτευση πρωτογενών πλεονασμάτων και να διαπιστώνουν ότι δεν υπάρχει δημοσιονομικός χώρος για φοροελαφρύνσεις κ.ο.κ.;