Από την έντυπη έκδοση
Του Άγγελου Χρυσόγελου, διδάσκει Ευρωπαϊκή Πολιτική στο King’s College London και είναι ερευνητικός εταίρος του Chatham House.
Δύο χρόνια μετά το δημοψήφισμα που έθεσε τη Μεγάλη Βρετανία σε πορεία εξόδου από την Ε.Ε., oι Βρυξέλλες περιμένουν υπομονετικά το Λονδίνο να επιλέξει μεταξύ δύο διαθέσιμων επιλογών: Α) Στενή σύνδεση τύπου Νορβηγίας που θα επιτρέψει στη Βρετανία να συνεχίσει τις οικονομικές της σχέσεις με την Ευρώπη, για την οποία όμως θα πρέπει να πληρώσει το τίμημα της μη συμμετοχής στη διαμόρφωση των ευρωπαϊκών κανόνων. Β) Συμφωνία ανάλογη με αυτήν της Ε.Ε. με τρίτες χώρες, που θα σημάνει τη δυνατότητα άσκησης ανεξάρτητης εμπορικής και μεταναστευτικής πολιτικής, αλλά με τίμημα την επιβολή περιορισμών στη μέχρι σήμερα ελεύθερη διακίνηση προϊόντων και υπηρεσιών μεταξύ των δύο μερών.
Μπροστά σε αυτήν την επιλογή μεταξύ ευημερίας και ανεξαρτησίας, το βρετανικό πολιτικό σύστημα στέκεται αμήχανο. Η κυβέρνηση της Τερέζα Μέι έχει ξοδέψει μήνες πάνω σε διάφορα μοντέλα εμπορικής και τελωνειακής σχέσης με την Ε.Ε., τα οποία όμως οι Βρυξέλλες ξεκαθαρίζουν εξαρχής ότι δεν θα γίνουν αποδεκτά. Η αντιπολίτευση των Εργατικών από την άλλη έχει υιοθετήσει πιο φιλοευρωπαϊκή στάση, αποδεχόμενη τη συμμετοχή σε «κάποιου είδους» τελωνειακή ένωση και ζητώντας την «πλήρη πρόσβαση» στην κοινή αγορά, χωρίς βέβαια να παραδέχεται ότι και οι δύο αυτές επιλογές προϋποθέτουν θυσίες. Στην πραγματικότητα τα δυο κόμματα βρίσκονται σε διαπραγμάτευση όχι με την Ευρώπη αλλά με τον εαυτό τους. Το Συντηρητικό Κόμμα βρίσκεται σε περιδίνηση μετά το απογοητευτικό αποτέλεσμα των εκλογών του Ιουνίου του 2017. Η Τερέζα Μέι έχει μεταβληθεί σε «τροχονόμο» δύο αντιμαχόμενων πτερύγων: αυτών που προσπαθούν να κρατήσουν τη Βρετανία όσο πιο κοντά γίνεται στην Ε.Ε. και αυτών που θεωρούν ότι μια «καθαρή έξοδος» είναι το μόνο δημοκρατικά νομιμοποιημένο αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης.
DAVID TETT
Οι Εργατικοί, από την άλλη, παρουσιάζουν την παράδοξη εικόνα ενός αρχηγού -του ριζοσπάστη Τζέρεμι Κόρμπιν- να πασχίζει να πείσει ότι το κόμμα είναι με το μέρος της λαϊκής πλειοψηφίας που ψήφισε υπέρ της εξόδου από την Ε.Ε., ενώ η μεγάλη πλειοψηφία της κοινοβουλευτικής ομάδας είναι ένθερμα φιλοευρωπαϊκή. Αν και οι Συντηρητικοί έχουν συγκεντρώσει όλο το ενδιαφέρον λόγω των ατελείωτων διαφωνιών στο εσωτερικό τους, το Εργατικό Κόμμα θα αντιμετώπιζε παρόμοια και ίσως βαθύτερα ρήγματα αν τυχόν ο Κόρμπιν ως πρωθυπουργός καλούνταν να διαπραγματευτεί το Brexit.
Αν και το Brexit είναι η αφορμή των εντάσεων στο εσωτερικό των δύο κομμάτων, στην πραγματικότητα η κρίση Συντηρητικών και Εργατικών αποτελεί αντανάκλαση ευρύτερων τάσεων που διαπερνούν όλα τα κομματικά συστήματα της Ευρώπης. Καθώς τόσο οικονομικά-υλικά όσο και αξιακά-μεταϋλικά ζητήματα πολιτικής διαπλέκονται με την απορρόφηση εθνικών κρατών και κοινωνικών σχηματισμών σε υπερεθνικούς θεσμούς και δίκτυα διακυβέρνησης, οι παραδοσιακές πολιτικές οικογένειες, που αναπήδησαν μέσα από διαδικασίες κινητοποίησης και αντιπροσώπευσης στο εθνικό επίπεδο, αδυνατούν να πείσουν ότι τα προγράμματά τους προσφέρουν λύσεις για προκλήσεις όπως η οικονομική ανισότητα ή η μετανάστευση. Το ρήγμα στο εσωτερικό των Τόρις αντανακλά την προϊούσα κρίση που αντιμετωπίζουν πολλά κεντροδεξιά κόμματα, καθώς ζητήματα εθνικής κυριαρχίας και μετανάστευσης αποκτούν όλο και μεγαλύτερη σημασία. Η διαμάχη μεταξύ «μαλακού» και «σκληρού» Brexit είναι ουσιαστικά μια διαμάχη μεταξύ ενός Συντηρητισμού της ελεύθερης αγοράς και φιλελεύθερων οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών, και ενός Συντηρητισμού της εθνικής κυριαρχίας και εθνοτικής ομοιογένειας. Η Ευρώπη είναι ο καταλύτης για αυτό το ρήγμα μέσα στη βρετανική Κεντροδεξιά, το Συντηρητικό Κόμμα όμως περνά τους ίδιους σπασμούς που τα τελευταία χρόνια διαπερνούν το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα στις ΗΠΑ με την άνοδο Τραμπ, τις θυελλώδεις σχέσεις CDU-CSU στη Γερμανία, ή την ανάδειξη του Βίκτορ Όρμπαν σε πόλο ισχύος στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα.
Στο Εργατικό Κόμμα, από την άλλη, η κρίση προηγήθηκε του Brexit. Για την κάποτε κυρίαρχη «μπλερική» πτέρυγα του Εργατικού Κόμματος, οι προτεραιότητες της Σοσιαλδημοκρατίας μπορούν να πραγματοποιηθούν μόνο μέσω της διεθνούς συνεργασίας, μια αντίληψη που κυριαρχεί στις ελίτ των μεγαλύτερων κεντροαριστερών κομμάτων ανά την Ευρώπη. Αν και θεωρητικά αντι-εθνικιστές, αριστεροί λαϊκιστές τύπου Κόρμπιν, Ζαν-Λικ Μελανσόν στη Γαλλία ή οι Ποδέμος στην Ισπανία (αλλά και ο Σάντερς στις ΗΠΑ) βλέπουν την εθνική κυριαρχία ως προϋπόθεση καλύτερης ρύθμισης της αγοράς και άμβλυνσης οικονομικών ανισοτήτων.
Στη Βρετανία και σε άλλες δυτικές δημοκρατίες, κομματικά συστήματα που κυριαρχούνται από παραδοσιακά κόμματα της Κεντροδεξιάς και της Κεντροαριστεράς δεν μπορούν να αρθρώσουν συνεκτικές εναλλακτικές ιδεολογικές προτάσεις.
Αιτήματα οικονομικής δικαιοσύνης, κοινωνικής προοδευτικότητας, εθνικής κυριαρχίας και εθνοτικής καθαρότητας διαπλέκονται πια μεταξύ τους με καινοφανείς τρόπους, αντανακλώντας νέες κοινωνικές διεργασίες και αδιαμόρφωτες ακόμα πολιτικές ταυτότητες. Τα κόμματα έχουν ακόμα δυνατότητα να απορροφούν τους κραδασμούς. Οι κραδασμοί του Brexit όμως δεν αποτελούν βρετανική ιδιοτροπία, αλλά μια ιδιαίτερη έκφραση στο βρετανικό περιβάλλον τάσεων και δυναμικών που αφορούν όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Το Brexit είναι ένας καθρέφτης όπου η υπόλοιπη Ευρώπη μπορεί να αντικρίσει τις δικές της κρίσεις, παρελθούσες και επερχόμενες.