Της Ανθής Αγγελοπούλου
Οι ρευματικές νόσοι εκδηλώνονται πιο συχνά στις γυναίκες, συνήθως κατά τη διάρκεια των αναπαραγωγικών τους χρόνων. Παρόλα αυτά σύμφωνα με την Dr Monika Østensen, Kristiansand, Νορβηγία, Ρευματολόγος ειδική στην αναπαραγωγή οι περισσότερες γυναίκες με ρευματικές νόσους επιθυμούν να αποκτήσουν παιδιά, ακόμα και όταν υπάρχει λειτουργική αναπηρία με αποτέλεσμα να έχουν «εγκυμοσύνες υψηλού κινδύνου» ή καλύτερα «εγκυμοσύνες υψηλότερου κινδύνου».
Ο αντίκτυπος της εγκυμοσύνης στη ρευματική νόσο κυμαίνεται από αυτόματη βελτίωση έως σοβαρή επιδείνωση των συμπτωμάτων της νόσου
Ο τύπος της ρευματικής νόσου επηρεάζει τόσο την επίδραση της εγκυμοσύνης στα συμπτώματα της νόσου όσο και την επίδραση της χρόνιας νόσου στην εγκυμοσύνη. Η ρευματοειδής αρθρίτιδα (ΡΑ) βελτιώνεται αυτόματα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης σε μεγάλο ποσοστό των εγκύων ασθενών. Η αξονική σπονδυλαρθρίτιδα είτε δεν μεταβάλλεται είτε επιδεινώνεται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος (SLE) αναζωπυρώνεται σε ποσοστό περίπου 20% των περιπτώσεων εγκυμοσύνης, συμπεριλαμβάνοντας σημαντική προσβολή οργάνων σε ποσοστό περίπου 5%. Οι ρευματικές νόσοι διαφέρουν επίσης ως προς την εμφάνιση επιπλοκών κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και ως προς την έκβαση της εγκυμοσύνης.
Η επίδραση των ρευματικών νόσων στην εγκυμοσύνη σχετίζεται με την έκταση της φλεγμονής που υπάρχει στο σώμα
Μία νόσος που έχει ως κυρίαρχο σύμπτωμα την αρθρίτιδα στις περιφερικές αρθρώσεις, με καθόλου ή μικρή προσβολή οργάνων και καθόλου ή λίγα αυτοαντισώματα, κατά κανόνα δεν θα επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την πορεία της εγκυμοσύνης. Αντιθέτως, η εμπλοκή πολλών οργάνων και ειδικότερα των νεφρών, ή η παρουσία άλλων χρόνιων διαταραχών και συγκεκριμένων αυτοαντισωμάτων μπορεί να οδηγήσει σε αρκετές επιπλοκές της εγκυμοσύνης με βλαπτική επίδραση τόσο στη μητέρα όσο και στο έμβρυο. Το επίπεδο δραστηριότητας της νόσου κατά το χρονικό διάστημα γύρω από τη σύλληψη ή σε οποιοδήποτε στάδιο της εγκυμοσύνης είναι ένας από τους σημαντικότερους προγνωστικούς παράγοντες της εκδήλωσης επιπλοκών και δυσμενών εκβάσεων της εγκυμοσύνης.
Η φαρμακευτική θεραπεία κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης πρέπει να φροντίσει δύο άτομα: τη μητέρα και το μωρό
Σύμφωνα με τον καθηγητή Ρευματολογίας Δημήτριο Μπούμπα, ο στόχος της θεραπείας είναι ο έλεγχος της νόσου της μητέρας χωρίς να βλάπτεται το έμβρυο, πράγμα που σε αρκετές περιπτώσεις ισοδυναμεί με εξισορρόπηση του οφέλους για τη μητέρα έναντι οποιουδήποτε κινδύνου για το αγέννητο παιδί.
Οι πληροφορίες που έχουν οι επιστήμονες αναφορικά με τις ανάγκες των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας με ρευματικές παθήσεις σε ότι αφορά την ασφάλεια των φαρμάκων και την παροχή συμβουλών οικογενειακού προγραμματισμού δεν είναι αρκετές, ως προς τις πιθανές επιδράσεις των φαρμάκων τους σε περίπτωση εγκυμοσύνης και ως προς τις αντισυλληπτικές επιλογές είναι σημαντική καθώς μερικά φάρμακα μπορεί να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στην εγκυμοσύνη.
Είναι εξαιρετικά σημαντικό, όπως αναφέρει ο καθηγητής, να ενημερώνονται οι γυναίκες ώστε να μην διακόπτουν απότομα τα φάρμακά τους κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης χωρίς να συμβουλευτούν τους γιατρούς τους.
Η ειδική θεραπεία των διαφορετικών ρευματικών νόσων κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης πρέπει να καθοδηγείται από τη σοβαρότητα της νόσου και την ασφάλεια του εμβρύου. Πρέπει να αποφεύγεται η προφυλακτική απόσυρση ασφαλών φαρμάκων, καθώς ο κίνδυνος έξαρσης της νόσου, με βλαβερές συνέπειες τόσο για τη μητέρα όσο και για το έμβρυο, είναι υψηλός.
Η αντιμετώπιση των ασθενών με ρευματική νόσο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης θα πρέπει να περιλαμβάνει μια πολυεπιστημονική ομάδα ρευματολόγων, μαιευτήρων και παιδιάτρων
Σύμφωνα με την Dr Monika Østensen, Kristiansand, σε πολλές χώρες η συνεργασία μεταξύ ειδικών δεν είναι συνηθισμένη σε αυτόν τον τομέα λόγω έλλειψης οικονομικών πόρων ή/και έλλειψης εμπειρογνωμοσύνης. Όμως, η επικοινωνία αυτή, μεταξύ των ειδικών είναι απαραίτητη για να διασφαλιστεί ότι οι ασθενείς λαμβάνουν τα υψηλότερα δυνατά επίπεδα φροντίδας.
Επίσης, όπως επισημαίνει, για την καλύτερη φροντίδα των ασθενών και τη βελτίωση των εκβάσεων, θα ήταν σημαντική και θα ενίσχυε την διατομεακή συνεργασία η δημιουργία Ειδικών Περιφερειακών Κέντρων που θα στεγάζονται σε νοσοκομείο και όπου θα μπορεί να διασφαλιστεί ένα πρότυπο φροντίδας για εγκύους ασθενείς με ρευματικές νόσους.
Η κατάλληλη συζήτηση για τον οικογενειακό προγραμματισμό είναι ένα πρώτο βήμα για επιτυχημένη εγκυμοσύνη σε γυναίκες με ρευματικές νόσους
Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι πριν από τη σύλληψη οι γυναίκες με ρευματική νόσο θα πρέπει να συμβουλευτούν ένα ειδικό ώστε να γνωρίζουν του κινδύνους και να φτιάξουν ένα σχέδιο διαχείρισης της κατάστασης. Ο γιατρός επιβάλλεται να συζητήσει τα προβλήματα που σχετίζονται με τη νόσο, να εντοπίσει τους κινδύνους της μητέρας και του εμβρύου, να αντιμετωπίσει τις ανησυχίες της ασθενούς και να οργανώσει την κατάλληλη παρακολούθηση κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και μετά τον τοκετό.
Η συμμετοχή του συντρόφου της ασθενούς ή ενός μέλους της οικογένειας στην παροχή συμβουλών πριν από τη σύλληψη, σύμφωνα με τον καθηγητή Μπούμπα, συμβάλλει στην εξασφάλιση οικογενειακής και κοινωνικής υποστήριξης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και μετά το πέρας αυτής.
Κατά την έναρξη της εγκυμοσύνης απαιτείται πλήρης κλινική και εργαστηριακή διερεύνηση για την παρακολούθηση της δραστηριότητας της νόσου
Όπως εξηγεί η Dr Østensen Οι αποκαλούμενές «εγκυμοσύνες υψηλότερου κινδύνου» παρακολουθούνται καλύτερα από μια διεπιστημονική ομάδα ειδικών. Η συχνότητα των επισκέψεων κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης εξαρτάται από τη σοβαρότητα της νόσου, τον τύπο της θεραπείας και το στάδιο της εγκυμοσύνης. Η τακτική παρακολούθηση της ανάπτυξης του εμβρύου μπορεί να προβλέψει εάν το έμβρυο διατρέχει κίνδυνο. Οι γυναίκες με αντισώματα αντι-Ro/SS-A ή/και αντι-La/SS-B έχουν ανάγκη διαδοχικής εμβρυϊκής ηχοκαρδιογραφίας μεταξύ των εβδομάδων 18 και 28 για την επισήμανση πρώιμου ατελούς κολποκοιλιακού αποκλεισμού και μυοκαρδίτιδας στο έμβρυο.