Του Ιωάννη Παπαδόπουλου, αναπληρωτή καθηγητή στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας
Το νέο πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ 2021-2028 έχει ήδη γίνει, ένα μήνα μετά την παρουσίασή του από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αντικείμενο έντονων συζητήσεων. Οι περισσότεροι επικριτές του στάθηκαν στο γεγονός ότι προτείνει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο μια συνολική περικοπή των κονδυλίων της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής και της Πολιτικής Συνοχής, από τις οποίες η χώρα μας επωφελείται σημαντικά. Όμως ένα άλλο βασικό χαρακτηριστικό του πολυετούς προϋπολογισμού της Ένωσης έχει παραμείνει αδίκως στο σκοτάδι: αυτό της προώθησης της ενεργειακής μεταστροφής και της καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής.
Στο νέο πολυετή δημοσιονομικό προγραμματισμό, οι δράσεις για το κλίμα θα διαχυθούν οριζόντια σε όλα τα Ευρωπαϊκά προγράμματα με στόχο να ανέλθουν πανευρωπαϊκά στο ποσοστό του 25% επί των συνολικών δαπανών, το οποίο αντιπροσωπεύει μια αύξηση κατά 114 δις ευρώ σε σχέση με το προηγούμενο πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο 2014-2020. Η προσπάθεια της ΕΕ να αποσυνδέσει την ανάπτυξη από την εκπομπή αερίων του θερμοκηπίου, πρωτίστως διοξειδίου του άνθρακα, θα καλύψει έτσι τόσο τομεακές πολιτικές όπως την ενέργεια, τις μεταφορές, την έρευνα, την αγροτική πολιτική, την αναπτυξιακή βοήθεια, όσο και οριζόντιες πολιτικές όπως την περιφερειακή πολιτική και το περιβάλλον.
Ειδικότερα στο τομέα της ενεργειακής πολιτικής, περισσότερη χρηματοδοτική υποστήριξη θα δοθεί στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας καθώς και στην ενεργειακή απόδοση της οικονομίας, στην αποθήκευση ενέργειας, στην ηλεκτρική αυτοκίνηση και στις απαραίτητες γι’ αυτήν υποδομές, στον εκσυγχρονισμό των δικτύων ενέργειας και τηλεθέρμανσης, στη συμπαραγωγή ενέργειας και θερμότητας και στην προσαρμογή των ενεργοβόρων βιομηχανιών σε μια εποχή χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Φιλοδοξία της Επιτροπής είναι να μετατραπεί ο Ευρωπαϊκός προϋπολογισμός σε μια κινητήρια δύναμη της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας και να οδηγήσει στην Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση των έξυπνων δικτύων, της ψηφιοποίησης και των αποκεντρωμένων ενεργειακών κοινοτήτων. Επίσης, η Επιτροπή δήλωσε ότι στο τέλος του 2018 θα ακολουθήσει ένα «Έγγραφο στοχασμού» (“Reflection Paper”) που θα προτείνει τρόπους ενσωμάτωσης των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ στον πολυετή δημοσιονομικό προγραμματισμό της ΕΕ.
Ένα άλλο μέρος της πρότασης, αυτό που αφορά τους ιδίους πόρους του προϋπολογισμού, υποστηρίζει αυτόν τον στρατηγικό στόχο της Ένωσης. Πρόκειται για μείζονα διαρθρωτική μεταρρύθμιση, καθώς σήμερα η μεγάλη μάζα των εσόδων του Ευρωπαϊκού προϋπολογισμού προέρχεται από τις εισφορές των κρατών μελών και όχι από απευθείας φορολογικά έσοδα της ίδιας της Ένωσης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, στην παρούσα κατάσταση τα ισχυρότερα και πλουσιότερα κράτη πιέζουν διαρκώς, είτε για περικοπές δαπανών, είτε για την εισαγωγή και γενίκευση ρητρών αιρεσιμότητας στα προς διάθεση κονδύλια, δηλαδή για την αποδοχή όρων εξωγενών προς τον ίδιο τον σκοπό μιας δαπάνης, όπως π.χ. την τήρηση των μεσοπρόθεσμων μακροοικονομικών στόχων του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου για κάθε κράτος μέλος.
Η πρόταση της Επιτροπής προβλέπει, μεταξύ άλλων ιδίων πόρων, την συλλογή 20% των εσόδων από την ανταλλαγή δικαιωμάτων εκπομπής άνθρακα καθώς και ένα φόρο πλαστικών ανάλογα με το βάρος των μη ανακυκλούμενων πλαστικών ουσιών σε κάθε κράτος μέλος, στο ύψος του 0,80 ευρώ/κιλό. Αυτό το μέρος της πρότασης είναι ιδιαίτερα εριζόμενο πολιτικά και θα συναντήσει ισχυρή αντίσταση, κυρίως από τα ανατολικά κράτη μέλη. Εφ’ όσον όμως ξεπεραστεί αυτό το πολιτικό εμπόδιο στο Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, τότε θα διευρυνθεί για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια η φορολογική βάση της ΕΕ, επιτρέποντάς της να αναπτύξει με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση γνήσια αναπτυξιακές πολιτικές.
Το μεγάλο πρόβλημα του νέου δημοσιονομικού πλαισίου είναι η συνέχιση της Ευρωπαϊκής επιχορήγησης σχεδίων υποδομών, ιδίως αγωγών φυσικού αερίου, οι οποίες θα «κλειδώσουν» την ΕΕ στη χρήση ορυκτών καυσίμων για αρκετές ακόμα δεκαετίες προκειμένου να αποσβεσθούν αυτές οι επενδύσεις. Γενικά μιλώντας, ένα σημαντικό ζήτημα που γεννάται σε έναν κατά τα άλλα έντονα πράσινο Ευρωπαϊκό προϋπολογισμό είναι η συνολική του συμβατότητα με τους στόχους και τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει τα κράτη στη Διάσκεψη του Παρισιού για την Κλιματική Αλλαγή.
Ας μην ξεχνάμε ότι ένας προϋπολογισμός, πέραν της αυστηρά δημοσιονομικής του λειτουργίας ως κλειδιού για την κατανομή δημοσίων εσόδων και δαπανών, είναι και ένα πρώτης τάξεως σήμα προς τους επίδοξους επενδυτές σχετικά με τον συνολικό οικονομικό προσανατολισμό που θα υιοθετήσει μια πολιτεία κατά τα πολλά επόμενα έτη. Έτσι, το πρόγραμμα «Συνδέοντας την Ευρώπη», στο μέτρο που συνεχίζει να επιχορηγεί επιχειρησιακά προγράμματα με βάση τα ορυκτά καύσιμα, κινδυνεύει να εξοβελίσει (crowding out) επενδύσεις που αλλιώς θα κατευθύνονταν στη Νέα Χαμηλών Εκπομπών Οικονομία. Είναι παραπάνω από σίγουρο ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα ρίξει όλο το πολιτικό του βάρος τους επόμενους μήνες για να αποτρέψει μια τέτοια εξέλιξη.