Σε άλλες εποχές, η Βηρυτός έτρεχε ταχύτερα από τους κατοίκους της. Θεώρησε τον εαυτό της ενσάρκωση του λεβαντίνικου πνεύματος, που στήριζε στο εμπόριο τη φιλοσοφία της συνύπαρξης. Στέγαζε τα όνειρα σουνιτών, μαρωνιτών και δρούζων, σιιτών θυμάτων των αιφνίδιων ρωγμών της Ιστορίας, Αρμένιων, Κούρδων, Παλαιστίνιων από στρατόπεδα, Σύρων Ιακωβιτών ή Ασσυροχαλδαίων.
Αργότερα, όταν έγινε η πόλη-φετίχ των αράβων διανοουμένων, παρουσιάστηκε ως το τελευταίο σύμβολο του σχεδίου που είχε στόχο η περιοχή να γίνει ισότιμη με τη Δύση. Παγιδευμένη σε μια μεσσιανική μυθολογία, θα καταλήξει τελικά να εμπλακεί στην παλαιστινιακή περιπέτεια, διατρέχοντας τον κίνδυνο να αυτοκαταστραφεί. Η μεταπολεμική Βηρυτός παρακολουθούσε τον εαυτό της να ζει, προσπαθώντας να ξεχάσει.
Το παρελθόν είναι εδώ, αλλά δυσανάγνωστο. To «Παρίσι της Μέσης Ανατολής» πριν από τον πόλεμο (τη δεκαετία του '80) παραμένει μυθική αναφορά για όσους την έζησαν και μπορούν να τη ξαναθυμηθούν.
Εξι χρόνια μετά την απόσυρση των δυνάμεων του Ισραήλ από το νότιο Λίβανο, η Βηρυτός έδειχνε να ανακτά ένα σημαντικό κομμάτι του παλιού εαυτού της. Οι τουρίστες που αναμένονταν από 15 Ιουλίου μέχρι και τα τέλη Οκτωβρίου στη Βηρυτό είχαν υπολογιστεί σε 1.200.000. Τα έσοδα από την επίσκεψή τους είχαν εκτιμηθεί στα 2,5 έως 3 δισεκατομμύρια δολάρια.
Αντ' αυτού, η Βηρυτός βιώνει σήμερα μία εντελώς διαφορετική πραγματικότητα, σύμφωνα με το οδοιπορικό του απεσταλμένου της ΝΕΤ και του ΑΠΕ Πάνου Χαρίτου. Οι κάτοικοι γίνονται «τουρίστες». Συνωστίζονται έξω από τις πρεσβείες των ξένων χωρών με διάθεση να πληρώσουν όσο χρειαστεί για να βάλουν το όνομά τους στις λίστες αυτών που θα μπουν στα πλοία. Οι βιτρίνες των οίκων μόδας άδειες, με μονωτικές ταινίες, ώστε να αντέχουν στους κραδασμούς. Ο παραλιακός δρόμος, που πλημμύριζε με πλήθος ανθρώπων από όλες τις συνοικίες της πόλης διασχίζεται πλέον από αλεξίσφαιρα τζιπ των μεγάλων δημοσιογραφικών δικτύων και οι εκκωφαντικές ανατολίτικες μελωδίες αντικαθίστανται από εκκωφαντικές εκρήξεις.
Εκατό χιλιάδες εκτοπισμένοι. Το κόστος από τα πλήγματα στις υποδομές εκτιμάται στα 23 δισεκατομμύρια δολάρια. Οσο για το ανθρώπινο κόστος, στις 7 το απόγευμα της 20ης Ιουλίου, ήταν 1.079 τραυματίες και 319 νεκροί, στην πλειονότητά τους άμαχοι.
Το ξενοδοχείο «Κόμοντορ» της Βηρυτού κατακλύζεται από οικογένειες ντόπιων που εγκαταλείπουν τα σπίτια τους. «Το '82 όταν το Ισραήλ μπήκε στην πόλη, εδώ έμεναν οι ξένοι ανταποκριτές. Εφθασαν κοντά (οι Ισραηλινοί), αλλά δεν το πείραξαν. Θέλουμε τα παιδιά μας να είναι ασφαλή».
Αν και τα περισσότερα καταστήματα παραμένουν κλειστά, υπάρχει ένα στο οποίο πολίτες σχηματίζουν ουρά, για να αγοράσουν είδη ταξιδιού. Ο ιδιοκτήτης Αμπού Αλί λέει: «Δεν το κάνω για τα λεφτά. Προσπαθώ να τους πείσω ότι πρέπει να μείνουμε και να συνεχίσουμε τη ζωή μας. Δεν με λύγισαν ούτε οι Ισραηλινοί, ούτε ο εμφύλιος. Αυτή εδώ είναι η πόλη μου. Και δεν θα την εγκαταλείψω. Μέχρι χθες άνοιγα μόνο εγώ. Σήμερα άνοιξε ακόμη ένας στην άλλη γωνία. Αυτό είναι το μήνυμα που θέλω να περάσω. Να φανούμε δυνατοί».
K.T.