«Tο Ποτάμι θα συνεχίσει να έχει λόγο ύπαρξης μέχρι η χώρα να φύγει από τα δεσμά των λαϊκίστικων και συντηρητικών δυνάμεων» τονίζει ο Σταύρος Θεοδωράκης σε απάντησή του προς τον πρόεδρο της Ν.Δ. Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος σε συνέντευξή του είχε δηλώσει πως «αν το Ποτάμι είχε λόγο ύπαρξης όταν ιδρύθηκε, αυτός δεν υπάρχει πια».
«Χωρίς το Ποτάμι πολλά δικαιώματα δεν θα είχαν κατοχυρωθεί, τα διαχρονικά όργια του κομματικού κράτους (και των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ) δεν θα είχαν αποκαλυφθεί, οι μάχες για το περιβάλλον θα ήταν λειψές και οι φωνές των ανθρώπων εκτός πολιτικής, και κυρίως των νέων, ακόμη πιο αδύναμες» σημειώνει ο επικεφαλής του Ποταμιού, προσθέτοντας ότι «ο ευρωπαϊκός εκσυγχρονισμός της χώρας δεν έχει πολλούς να τον υπερασπιστούν αταλάντευτα χωρίς εκπτώσεις, ιδιοτέλειες και αναβολές».
«Αν το Ποτάμι εκλείψει ποιος θα τολμήσει να πει την αλήθεια για το Μακεδονικό και το Κυπριακό; Ποιος θα υπερασπιστεί την αποκέντρωση της εξουσίας και τον περιορισμό του κράτους των Αθηνών; Την ενίσχυση της διαφάνειας - από τα οικονομικά των κομμάτων μέχρι τις αποφάσεις των υπουργών; Ποιος θα παλεύει για Πανεπιστήμια χωρίς φοιτητοπατέρες και συνδικάτα χωρίς συνδικαλιστικοπατέρες; Ποιος θα αγωνίζεται για την μη ανάμειξη της εκκλησίας στα σχολικά βιβλία; Ποιος θα επιμείνει για Δικαιοσύνη που δεν θα διορίζουν οι υπουργοί; Ποιος (από τα νέα και τα παλιά κυβερνητικά κόμματα) θα αντισταθεί στο πελατειακό κράτος, το κράτος των κολλητών - από τις προσλήψεις μέχρι τα δημόσια έργα και τις προμήθειες;» διερωτάται ο κ. Θεοδωράκης.
Όπως επισημαίνει ο ίδιος, πρώτος αντίπαλος του Ποταμιού είναι «η ασυνάρτητη πολιτική των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ – από Στάλιν μέχρι ακροδεξιούς ψεκασμένους και ενδιαμέσως ελάχιστοι πραγματιστές». «Αλλά δεν είναι ο μόνος αντίπαλος. Η χώρα έχει ανάγκη από μια μεγάλη πολιτική αλλαγή, όχι όμως «όπως - όπως», ούτε 'δεξιά – δεξιά'» συμπληρώνει.
Υπογραμμίζει ακόμη την ανάγκη συναινέσεων και συγκίσεων, καθώς «έτσι προοδεύουν οι κοινωνίες – με λελογισμένη αντιπαράθεση χάριν του κοινού καλού».
Επισημαίνει παράλληλα ότι οι 'διορθώσεις' στο Σύνταγμα και τον εκλογικό νόμο είναι δύο από τα βήματα που πρέπει να γίνουν άμεσα. «Η πρόταση του Κινήματος Αλλαγής για την αναθεώρηση του Συντάγματος είναι πρόσφατη και δεν υπάρχει λόγος να την επαναλάβω. Συνιστά σημείο σύγκλισης όλων των λογικών πολιτών. Η αλλαγή – εκτός όλων των άλλων - των διατάξεων που προσφέρουν ασυλία σε υπουργούς και βουλευτές δεν μπορεί και αυτή τη φορά να πάει στις καλένδες. Ούτε μπορούν να περιμένουν οι αλλαγές για μια νέα παιδεία» τονίζει.
Σε ό,τι αφορά το εκλογικό σύστημα, δηλώνει ότι «χρειάζεται ένα κύμα μεταρρυθμίσεων που θα εξασφαλίζει τη δίκαιη εκπροσώπηση όλων των δυνάμεων, παράλληλα με ισχυρές κυβερνήσεις, νέες ρυθμίσεις που θα υποβοηθούν την ανανέωση του πολιτικού προσωπικού και την αξιοκρατία».
«Όλα τώρα λοιπόν; Δύσκολα. Μπορούμε όμως τουλάχιστον να συμφωνήσουμε στο σπάσιμο των μεγάλων περιφερειών και στο δικαίωμα ψήφου στους Έλληνες του εξωτερικού. Για να περιορίσουμε την επιρροή των ισχυρών του χρήματος και της ενημέρωσης στην εκλογή των Βουλευτών. Και γιατί η Ελλάδα δεν θα βγει δυναμικά μπροστά αν αποκοπεί από τους εκατοντάδες χιλιάδες ικανούς Έλληνες που την εγκατέλειψαν εξαιτίας της κρίσης» σημειώνει.
«Για όλα αυτά, τα μεγάλα και τα μικρά, το Ποτάμι έχει επεξεργαστεί προτάσεις και λύσεις, που αντανακλούν τις αξίες και εμπεριέχουν τη γνώση των ενεργών προοδευτικών πολιτών. Όλων αυτών που ποτέ δεν τους χαρίστηκε τίποτα και δεν σαγηνεύτηκαν από τις σειρήνες του λαϊκισμού» αναφέρει, προσθέτοντας ότι το κόμμα «ποτέ δεν σπατάλησε τις δυνάμεις του χτίζοντας μηχανισμούς» και «σήμερα δεν χαραμίζει τον ρόλο του χτίζοντας καριέρες για τα στελέχη του».
Δεν πολιτευόμαστε για να είμαστε αρεστοί, δεξιά ή αριστερά. Δεν διαγκωνιζόμαστε για να πιάσουμε θέση στις κυβερνήσεις του μέλλοντος. Αυτό ίσως μπερδεύει ένα τμήμα της κοινής γνώμης, και των αναλυτών της, που έχουν μάθει ότι οι τοποθετήσεις, οι δράσεις και τα συνθήματα των πολιτικών είναι κυρίως, κινήσεις στην σκακιέρα της πολιτικής τους επιβίωσης. Ο δικός μας στόχος ήταν από την αρχή άλλος: 'να τα αλλάξουμε όλα, χωρίς να γκρεμίσουμε τη χώρα'. Ή μάλλον 'να μην περιμένουμε να γκρεμιστεί η χώρα για να αλλάξουμε'» καταλήγει.