Από την έντυπη έκδοση
Του Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Όταν κάποτε θα έχει ολοκληρωθεί κι αυτή η -τελική υποτίθεται…- φάση των διαπραγματεύσεων για έξοδο από την εποχή των μνημονίων, τόσο οι συντελεστές της διαπραγμάτευσης στην Ελλάδα (και τα κυβερνητικά στελέχη, αλλά και την αντιπολίτευση που χρειάζεται συνεχώς να προσαρμόζεται) όσο και η κοινή γνώμη, που είναι αναγκασμένη να παρακολουθεί επιταχύνσεις και απότομα φρεναρίσματα, θα έχουν ολοκληρώσει μια εκμάθηση πολιτικού κυνισμού. Που να δούμε πού θα χρησιμεύσει/πώς θα «αξιοποιηθεί», όταν θα έχει διανυθεί -η έκφραση ανήκει στον πρόεδρο του Eurogroup Μάριο Σεντένο- το «ένα τελευταίο μίλι [που] μένει να διανύσουμε».
Βέβαια δεν είναι μόνο το πεδίο της διαπραγμάτευσης για την «έξοδο» και για τη διευθέτηση του χρέους που εμφανίζει αυτά τα χαρακτηριστικά. Μήπως και στο πεδίο της «υψηλής πολιτικής»/των εξωτερικών σχέσεων δεν ζήσαμε τη συστηματική πύκνωση των θετικών ενδείξεων για επίλυση του Μακεδονικού (μάλιστα με ενθουσιώδη στήριξη του διεθνούς παράγοντα…) και τώρα βλέπουμε να αποεπιταχύνεται αν μη να σπρώχνεται «γι’ αργότερα, γι’ αργότερα» σαν ένα νέου τύπου Κυπριακό; Ή μήπως δεν προκαλεί σάστισμα η τοποθέτηση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, μετά από εβδομάδες φραστικής κλιμάκωσης στα ελληνοτουρκικά, ότι «δεν θέλουμε τα νερά να θερμαίνονται στο Αιγαίο» (και να αναγνωρίζει ότι «ο νέος και δυναμικός πρωθυπουργός της Ελλάδας θέλει να κάνει ένα καινούργιο βήμα». Είπε κι έναν καλό λόγο για Παυλόπουλο, δε). Με ταυτόχρονη εμμονή του στο ότι Τούρκοι κομάντος κατέβασαν ελληνική σημαία από την βραχονησίδα Ανθρωποφάς, ευρισκόμενη… Δυτικά της Σάμου!
Ας μείνουμε όμως στο μέτωπο αρμοδιότητας αυτής της στήλης και στην παρακολούθηση του «τελευταίου μιλίου». Βλέπαμε ήδη την περασμένη Πέμπτη 19/4 πώς το ΔΝΤ πορευόταν με το Economic Outlook προς την εαρινή σύνοδο στην Ουάσιγκτον με τη δυσοίωνη πρόβλεψή του για ρυθμό ανάπτυξης 2% για το 2018 (αντί του προηγουμένως κατατεθειμένου 2,6%), αλλά με διαφαινόμενη αντίρροπη διόρθωση του Fiscal Monitor όσον αφορά τα πρωτογενή πλεονάσματα. Ε, λοιπόν, εδώ η ανατροπή που τελικώς καταγράφηκε ήταν ακόμη πιο εκτεταμένη: για το 2017 αναθεώρησε ζαλιστικά την πρόβλεψη 1,7% του ΑΕΠ (που είχε κάνει μόλις πριν 5-6 μήνες!) σε 3,7%. Θυμίζουμε ότι ο στόχος που είχε συμφωνηθεί για πέρσι ήταν 1,75%. Το ποσό πλεονάσματος που «έχασαν» οι υπολογισμοί του Ταμείου είναι συνεπώς κάτι λιγότερο από 4 δισ. ευρώ... Όσο για φέτος, όπου ο στόχος είναι στο 3,5%, το Ταμείο διόρθωσε την πρόβλεψή του από 2,2% σε 2,9%: δηλαδή κάτω από τον στόχο, αλλά σαφώς πλησιέστερα. Α, ναι, απ’ εκεί και πέρα το ΔΝΤ «δέχεται» απογειωμένα πρωτογενή πλεονάσματα (άμα συνυπολογίσει κανείς τον πληθωρισμό) στη γειτονιά του 3,5% για τρία χρόνια - αλλά… επαναπροσγειώνει στο 1,2% το 2023 και μετά. Δεν επιτρέπεται να το πει κανείς, αλλά η κατάσταση θυμίζει κάτι από την παιδική κολοκυθιά, όχι;
Βέβαια, σήμερα η Eurostat ανακοινώνει το «δικό της» πρωτογενές πλεόνασμα Γενικής Κυβέρνησης για το 2017 που -ως φαίνεται- θα προσπεράσει και το 4% του ΑΕΠ. (Αυτό, άλλωστε, εξηγεί και τον ενθουσιασμό προσαρμογής του ΔΝΤ προς αυτά τα επίπεδα). Διόλου δύσκολο να μαντέψει κανείς ότι θα ακουστούν καλά λόγια για τις επιδόσεις προσαρμογής της μικρής, ταλαιπωρημένης Ελλάδας από τους «εταίρους» αλλά και λόγια αυτεπιβράβευσης στο εσωτερικό, με την αυτονόητη προσπάθεια να αξιοποιηθούν αυτές οι επιδόσεις στις απ’ εδώ και πέρα διαπραγματεύσεις. Δηλαδή να αποκρουσθεί η «συνταγή» του ΔΝΤ για front-loaded εφαρμογή των φορολογικών του 2020, αλλά και να επιχειρηθεί «κάτι καλύτερο» με το Ασφαλιστικό του 2019. Λιγότερη προσοχή θα δοθεί στο ότι αυτού του επιπέδου τα πρωτογενή πλεονάσματα, που επετεύχθησαν πρόωρα (το 2017, ξαναλέμε, ο στόχος ήταν για 1,75% του ΑΕΠ και πάμε για 4+%), στραγγίζουν μια ήδη καταταλαιπωρημένη οικονομία. Κι ύστερα… απορούμε που οι ρυθμοί ανάπτυξης δεν φεύγουν προς τα πάνω.
Πάντως, στην εαρινή σύνοδο του ΔΝΤ τα σημάδια που δόθηκαν ήταν -στην καλύτερη των περιπτώσεων- ανάμικτα. Για τον Όλαφ Σολτς, τον Γερμανό ΥΠΟΙΚ που όλοι (ευλόγως) κοιτούσαν με μεγάλη προσοχή, οι αποφάσεις για την Ελλάδα «θα απαιτήσουν ακόμη πολλές βδομάδες». Για τον Γάλλο ομόλογό του Μπρινό Λεμέρ «χρειάζεται να διατηρηθεί το μομέντουμ» (πράγμα που ευθέως παραπέμπει στο «τελευταίο μίλι» κατά Σεντένο) και να υπάρξει «φιλόδοξη προσέγγιση για το χρέος». Το ερώτημα που απομένει προς απάντηση, τώρα, είναι: τι απ’ όλα αυτά θα επιβιώσει από την έντονη άσκηση τεχνοκρατικού και πολιτικού κυνισμού;