Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
Η απάντηση στον αυταρχισμό δεν πρέπει να είναι η αυταρχική (κυριαρχική) δημοκρατία, αλλά η κυριαρχία της δημοκρατίας, είπε ο ένοικος του Μεγάρου των Ηλυσίων από το βήμα του Ευρωκοινοβουλίου και καταχειροκροτήθηκε. Ο δε πρόεδρος της Κομισιόν δήλωσε ότι συγκινήθηκε.
Είπε κι άλλα ο γνωστός για την ορμητικότητά του, που του προσέδωσε το προσωνύμιο Jupiter. «Δεν θέλω να είμαι μέρος μίας γενιάς υπνοβατών», παραπέμποντας στις παραμονές του Μεγάλου Πολέμου, όπως το θέτει ο Κρίστοφερ Κλαρκ στο βιβλίο του «Οι υπνοβάτες. Πώς η Ευρώπη πήγε στον πόλεμο το 1914» (Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2014). Δεν είναι τυχαία η αναφορά. Κατά τη διάρκεια της ευρωπαϊκής ιστορίας αρκετά συνέβησαν κατά λάθος. Μέχρι και ο Α’ Παγκόσμιος ήταν αποτέλεσμα παρεξηγήσεων, ατυχημάτων και ηλίθιων τηλεφωνημάτων.
Σύμφωνοι, κανείς δεν μπορεί να διανοηθεί έναν πόλεμο ανάμεσα στους Ευρωπαίους. Υπάρχει, όμως, κι άλλος τρόπος να τορπιλίσει κανείς την ειρήνη.
«Θέλω να είμαι μέρος μίας γενιάς που έχει τη βούληση να υπερασπιστεί τη δημοκρατία της με σθένος. Δεν θα υποχωρήσω σε καμία σαγήνη για αυταρχικά καθεστώτα».
Ωραία όλα αυτά, αλλά πώς θα γίνουν δυνατά; Μια μερίδα Ευρωπαίων δεν ανακάλυψε μια μέρα την κρυφή γοητεία του αυταρχισμού. Χρόνους πολλούς δουλεύει η διάβρωση. Δεν εμπιστεύονται τους θεσμούς. Κι αν δεν εμπιστεύεσαι τους θεσμούς, αφήνεσαι στην εναλλακτική.
Η κρίση του αντιπροσωπευτικού συστήματος είναι πιο δύσκολο να ελεγχθεί από τη χρηματοπιστωτική, γιατί είναι κρίση πολιτική και ταυτοχρόνως ταυτότητας. Εκεί, στην ταυτότητα η Ευρώπη χάνει σε ποιότητα και τα μεγάλα λόγια δεν αρκούν για να ρυθμίσουν τα ρολόγια.
Ο Γάλλος πρόεδρος δείχνει τον ορίζοντα και επαναλαμβάνει την αναγκαιότητα ευρωπαϊκής αναδιάρθρωσης (που περνά μέσα και από τη δημοκρατική ανάταση), αλλά δεν συναντά μεγάλη διάθεση. Όχι, μόνο εκεί που μετράει, δηλαδή στη Γερμανία, αλλά και στον ανθό της κοινωνίας.
Το δημοκρατικό πολίτευμα στη Γαλλία, την Ιταλία και την Πολωνία πείθει λιγότερους από τους μισούς νέους έως 27 ετών.
Το δικό τους «παλιά» πάει πίσω μία δεκαετία, δεν ορίζεται από την Ιστορία. Λείπει κάτι, για να βγάλουν άκρη.