Από την έντυπη έκδοση
Του Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Όταν, λοιπόν, θα έχει ολοκληρωθεί με το καλό κι αυτό το γύμνασμα των stress tests επί των ελληνικών συστημικών τραπεζών -για τις οποίες όλο και πιο φορτικά διακινείται η πληροφορία/εκτίμηση/διαρροή ότι «θα περάσουν χωρίς να βραχούν» (από ανάγκες κεφαλαιακής ενίσχυσης, εννοείται)- και όταν πλέον το σύστημα εποπτείας ΕΚΤ/SSM/ΤτΕ θα έχει καταδείξει την ανεξαρτησία του στην πράξη από τις αμφιβολίες ΔΝΤ, τότε θα αρχίσει στα σοβαρά η προσέγγιση του εναπομένοντος βουνού των «κόκκινων» δανείων.
Τα οποία έχουν όντως υποχωρήσει τελευταίως, με τη διακριτική βοήθεια και των δειγμάτων πλειστηριασμών που έφεραν δύο κύματα στρατηγικών κακοπληρωτών (θα επανέλθουμε) στις φιλικές τράπεζες να κάνουν ρυθμίσεις, να μάθουν τα balloon κ.ο.κ.
Όμως και πάλι παραμένουν σε ύψος μόλις κάτω των 100 δισ., σε ύψος κάτι σαν 84% των εναπομενουσών καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες, ή, άμα κανείς δεχθεί το μέτρημα Στουρνάρα/ΤτΕ για τα «ρευστά κάτω από το στρώμα», για κάτι σαν 3.000 ευρώ ανά Έλληνα: ενδιαφέρον!, σε ένα 64% των συνολικών διαθεσίμων.
Πάντως, τα εν λόγω «κόκκινα» δάνεια θα έχει αποδειχθεί, με ευρωπαϊκή σφραγίδα, ότι δεν κλονίζουν την εμπιστοσύνη στο τραπεζικό μας σύστημα. (Άλλωστε, οι πάντα σεβαστοί οίκοι αξιολόγησης φιλοδώρησαν επ’ εσχάτων το γενικό αξιόχρεο/το baseline credit assessment με «Caa 2» κατά Moody’s - με των εγγυημένων ομολόγων τους σ’ ένα «ΒΒ» - ενώ σε «CCC+» η S&P, με κάτι καλύτερο στη βραχυπρόθεσμη προοπτική, δε.)
Τούτων δοθέντων, γιατί να ξεκινάει ξανά η συζήτηση για νέα προσέγγιση στο άγος των NPLs/NPEs; Μια πρώτη, σχετικά ειλικρινής απάντηση, θα ήταν επειδή μετά το αξιοπρόσεκτο ξεκίνημα της πλατφόρμας εξωδικαστικού μηχανισμού («του Κουρμούση», από το όνομα του ειδικού γραμματέα Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους Φώτη Κουρμούση, ο οποίος όντως έκανε ηράκλειο άθλο προκειμένου να στηθεί όρθιος ο Εξωδικαστικός Μηχανισμός Ρύθμισης Οφειλών Επιχειρήσεων, να πούμε όλη την ονομασία. Να γίνει γνωστός και οικείος στους ενδιαφερομένους. Να «τραβήξει» ήδη το ενδιαφέρον 110.000 επιχειρήσεων, με επιδίωξη ένταξης στην ηλεκτρονική πλατφόρμα στις 17.000), αυτή η διαδικασία δείχνει να κόλλησε. Υπό την έννοια ότι μέχρι Μάρτιο η πλήρης υποβολή προχώρησε για κάπου 700 περιπτώσεις, λόγω των αυστηρών κριτηρίων επιλεξιμότητας. Κυρίως όμως… οι επιτευχθείσες συμφωνίες ρύθμισης βρίσκονται στις δύο ντουζίνες.
Μια πιο ουσιαστική απάντηση έχει ευθεία αναφορά στις ίδιες τις τράπεζες. Στο πώς δηλαδή λειτουργούν. Έτσι, στον ίδιο τον εξωδικαστικό μηχανισμό, οσάκις προσέρχονται τράπεζες και μάλιστα περισσότερες -θυμίζουμε ότι «μπαίνει» και Δημόσιο, ασφαλιστικά ταμεία και λοιποί πιστωτές- οι προτάσεις/αντιπροτάσεις είναι τόσο σφιχτές ώστε να οδηγούν σε αδιέξοδο.
Αντανάκλαση, αυτή, της πρακτικής των -πολλών- τελευταίων χρόνων, όπου (με το ανθρώπινο, κατανοητό, αλλά πολλές φορές και προσχηματικό επιχείρημα «δεν θα πάρω εγώ την ευθύνη») η τραπεζική διαχείριση των «κόκκινων» δανείων έγκειται στη χρονοτριβή. Στην αναπάντητη πρόταση ή προτάσεις των επιχειρήσεων. Και στην πορεία προς συμβιβασμό μόνο μετά την επίσπευση πλειστηριασμών. Γι’ αυτό στο σημείωμα της Πέμπτης 5/4 επισημαίναμε ιδιαίτερα την προσέγγιση του υποδιοικητή της ΤτΕ Θόδωρου Μητράκου για πρόσθετα κριτήρια στην αξιολόγηση συμβιβαστικών ρυθμίσεων, όπως η διατήρηση της λειτουργίας/βιωσιμότητα με επιχειρηματική ματιά, αλλά και η διάσωση θέσεων εργασίας.
Εδώ ίσως χρειάζεται και μια ειλικρινέστερη ματιά στο φαινόμενο των «στρατηγικών κακοπληρωτών». Υπάρχει μια ολόκληρη στρώση όπου η διάσταση του «στρατηγικού» κινδυνεύει να έχει προκύψει ακριβώς από τη στάση των τραπεζών.
Όταν ξέρεις ότι θα βρεις τοίχο, όταν βλέπεις τι γίνεται παραπέρα, τότε η απόφαση να επιχειρήσεις να επιζήσεις όσο γίνεται «και βλέπουμε» κινδυνεύει να αποτελεί ορθολογική στάση. Που δεν -ΔΕΝ- λευκαίνει τις όχι λίγες περιπτώσεις κυνικής συμπεριφοράς επιχειρηματιών, αλλά…
Όταν λοιπόν θα αρχίσουμε να ακούμε για πυκνές συσκέψεις Τράπεζας της Ελλάδος και ΤΧΣ (που διέπραξε και σχετική μελέτη) και Ένωσης Τραπεζών και θα μάθουμε ότι η πρακτική της πώλησης δανείων θα δημιουργήσει υπερκέρδη στους αγοραστές/εξειδικευμένα funds, ή πάλι ότι οι τιτλοποιήσεις πακέτων δανείων δεν βρίσκουν πολλούς προθύμους, ενώ η παραμονή των μη εξυπηρετούμενων δανείων στη διαχείριση των τραπεζών θα ήταν καλύτερη λύση, αλλά… χρειάζεται κρατική/μεταμνημονιακή ενίσχυση, κι εδώ η DGComp θα κλοτσήσει, όταν αυτά θα ακούμε, θα προέχει ένα ερώτημα. Τι είναι «τράπεζα» σήμερα;
Γιατί αν «τράπεζα» είναι πλέον κάτι που μόνον ζητάει χαρτιά και άλλα χαρτιά σαν εφορία με το πρόσχημα της compliance, αν είναι κάτι που προεχόντως φροντίζει να σπρώχνει μακριά την ευθύνη, αν με άλλα λόγια ζει με λογική προ του 1990, ε, τότε όλη αυτή η συζήτηση θα είναι προσχηματική.