Από την έντυπη έκδοση
Του Σπύρου Ρεπούση, Οικονομολόγος, συγγραφέας του βιβλίου «Το Δημόσιο Χρέος της Ελλάδας» από το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή
Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, στις 30/9/2017 το ύψος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων ανήλθε σε 100,4 δισ. ευρώ ή στο 44,6% των συνολικών ανοιγμάτων, ενώ σύμφωνα με τους αναθεωρημένους στόχους οι τράπεζες έχουν δεσμευθεί για μείωση σε 64,6 δισ. ευρώ στις 31/12/2019. Παρά την αναμενόμενη μείωση του υπολοίπου των μη εξυπηρετούμενων δανείων, εάν επιτευχθούν στο ακέραιο οι επιχειρησιακοί στόχοι των τραπεζών, ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων εκτιμάται στο τέλος 2019 ότι θα διαμορφωθεί στο 35%. Δηλαδή θα συνεχίσει να παραμένει σε υψηλά επίπεδα.
Ανησυχητικά είναι όμως και τα στοιχεία που δείχνουν: α) ότι ο τριμηνιαίος δείκτης αθέτησης από τον Σεπτέμβριο 2016 έως τον Σεπτέμβριο 2017 υπερβαίνει συνεχώς τον δείκτη εξυγίανσης/ρυθμίσεων, προσθέτοντας νέα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, β) ότι το ήμισυ σχεδόν των δανείων με καθυστέρηση άνω των 90 ημερών (χωρίς τις καταγγελμένες απαιτήσεις) αφορούν περιπτώσεις με καθυστέρηση άνω των δύο ετών, γ) ότι σημαντικό ποσοστό των δανείων που είχαν τεθεί σε καθεστώς ρύθμισης εμφανίζουν εκ νέου καθυστέρηση (περίπου στο 42% των ρυθμίσεων βραχυπρόθεσμου τύπου και στο 32% των ρυθμίσεων μακροπρόθεσμου τύπου η καθυστέρηση εμφανίζεται πάλι ένα τρίμηνο μετά την εφαρμογή της ρύθμισης). Επίσης είναι σε εξέλιξη τα stress tests των τραπεζών. Όλα αυτά επανέφεραν στο προσκήνιο το θέμα της ίδρυσης «κακής» τράπεζας (bad bank).
H «κακή» τράπεζα είναι ένας όρος που περιγράφει εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων που αναλαμβάνουν την παρακολούθηση και είσπραξη προβληματικών (όπως μη εξυπηρετούμενα δάνεια) ή/και «τοξικών» απαιτήσεων, που επιθυμούν οι τράπεζες να απομακρύνουν από τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις τους, ώστε να μειώσουν τον κίνδυνο μετάδοσης στα υπόλοιπα στοιχεία τους και να βελτιώσουν την αποτελεσματικότητά τους, περιορίζοντας τους κινδύνους που συνδέονται με την κεφαλαιακή επάρκεια. Θεωρείται ότι βοηθάει στη μείωση του προβλήματος της ασύμμετρης πληροφόρησης μεταξύ πωλητών και επενδυτών.
Η έννοια της «κακής» τράπεζας έγινε γνωστή κατά τη διάρκεια της τραπεζικής κρίσης στη Σουηδία τα έτη 1991-1992, μέσα από την ίδρυση κρατικού φορέα που αγόρασε τις μετοχές των τραπεζών Sparbanken και Nordbanken. Τη Nordbanken τη διαχώρισε σε «καλή» και «κακή», ενώ τα «κακά» στοιχεία του ενεργητικού μεταβιβάστηκαν σε μια ξεχωριστή νομική οντότητα, τη Securum. Στη συνέχεια ιδρύθηκε το 1992 και δεύτερη «κακή» εταιρεία, η Retriva, που ανέλαβε στοιχεία της Gota Bank. Η επιτυχία της προσέγγισης «καλή» και «κακή» τράπεζα στη Σουηδία οφείλεται στην ενότητα των πολιτικών κομμάτων που υποστήριξαν τον θεσμό, στο επαρκές νομικό και θεσμικό πλαίσιο εκκαθάρισης εταιρειών, στη διαφοροποιημένη πολιτική εκκαθάρισης που περιόρισε τον ηθικό κίνδυνο, στον κατάλληλο σχεδιασμό μακροοικονομικών πολιτικών, στην άμεση αντίδραση στο πρόβλημα που ήταν πιο σημαντική από την αντίδραση με σωστό τρόπο σε μελλοντική στιγμή, και τέλος στην κρατική εγγύηση των υποχρεώσεων των τραπεζών.
Το 2009 ιδρύθηκε στην Ιρλανδία η εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων, ΝΑΜΑ, όπου το Δημόσιο συμμετείχε κατά 49% και ιδιώτες επενδυτές κατά 51%. Απόκτησε δάνεια, τα οποία εξασφαλίζονταν από ακίνητη περιουσία, ονομαστικής αξίας 74 δισ. ευρώ από πέντε τράπεζες, με συνολική έκπτωση 57%, εκδίδοντας αξιόγραφα ονομαστικής αξίας 31,8 δισ. ευρώ.
Στην Ισπανία ιδρύθηκε τον Νοέμβριο 2012, ως «κακή» τράπεζα, η SAREB, μέτοχοι της οποίας ήταν κατά 55% ιδιώτες, με σκοπό την αποεπένδυση όλων των στοιχείων που απέκτησαν εντός 15 ετών. Απέκτησαν στοιχεία που αποτιμήθηκαν σε 50,78 δισ. ευρώ και αφορούσαν κατά 80% δάνεια και 20% στοιχεία real estate.
Στην Ιταλία, η doBank ιδρύθηκε το 2016 και διαχειρίζεται 80 δισ. ευρώ δάνεια, με 3.000 συνολικό προσωπικό μαζί με τους εξωτερικούς συνεργάτες. Μορφές «κακής» τράπεζας, ή καλύτερα εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων, ήδη υπάρχουν στην Ελλάδα.
Τον Απρίλιο 2016 η Τράπεζα της Ελλάδος με απόφασή της όρισε την ανώνυμη εταιρεία PQH Ενιαία Ειδική Εκκαθάριση ΑΕ, ως ειδικό εκκαθαριστή για το σύνολο των υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, διαχειριζόμενη περιουσιακά στοιχεία περίπου 9 δισ. ευρώ, που αφορούσαν σχεδόν εξ ολοκλήρου μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Επίσης, από τον Μάρτιο του 2016 έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ 651/10.3.2016 τεύχος Β’) η υπ’ αριθμόν 82/8.3.2016 Πράξη Εκτελεστικής Επιτροπής (ΠΕΕ) της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία εξειδικεύει το πλαίσιο για την ίδρυση και λειτουργία εταιρειών διαχείρισης ή απόκτησης απαιτήσεων πιστωτικών ιδρυμάτων από δάνεια σε καθυστέρηση, με βάση τις διατάξεις του Ν.4354/2015.
Η ΠΕΕ προβλέπει τη διαδικασία για την παροχή άδειας λειτουργίας, τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας και τις βασικές αρχές οργάνωσης και εσωτερικής διακυβέρνησης των εταιρειών αυτών. Ήδη 10 εταιρείες διαχείρισης πιστωτικών απαιτήσεων έχουν λάβει άδεια λειτουργίας από την Τράπεζα της Ελλάδος.
Απαιτείται πλέον από τις τράπεζες η ενεργή διαχείριση του χαρτοφυλακίου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και η παροχή μακροχρόνιων και μόνιμων λύσεων αποπληρωμής (με υπέρβαση του μοντέλου «extend and pretend»). Διαφορετικά θα υπάρξει αρνητική απόκλιση των αποτελεσμάτων σε σχέση με τους στόχους στις 31/12/2019. Λογικά, η πιθανότητα ίδρυσης εθνικής bad bank ίσως εντός του 2020 θα εξαρτηθεί από την πορεία μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και τη γενικότερη οικονομικοπολιτική κατάσταση.
Σε κάθε περίπτωση τα βασικά θέματα ίδρυσης και λειτουργίας μιας εθνικής «κακής» τράπεζας θα αφορούν: α) τα κεφάλαια που απαιτούνται να εξευρεθούν για την ίδρυσή της, καθώς και τη μετοχική σχέση/σύνθεση μεταξύ ιδιωτών επενδυτών και δημόσιων εθνικών κρατικών ή ευρωπαϊκών φορέων, δηλαδή ποιος, πόσα και σε τι ποσοστό θα χρηματοδοτήσει και θα εισφέρει κεφάλαια,
β) τις τιμές στις οποίες θα μεταβιβαστούν τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα, γ) τις επιπτώσεις στην απασχόληση και δ) τις επιπτώσεις στο ύψος του δημόσιου χρέους, και αναλυτικότερα θα πρέπει να είναι δομημένη με τρόπο ώστε να μην οδηγεί σε αύξηση του δημοσίου χρέους (επί του συγκεκριμένου θέματος υπάρχει λύση και ανάλογη ευρωπαϊκή εμπειρία).
Τέλος, το τραπεζικό σύστημα στην Ελλάδα καλείται άμεσα να αντιμετωπίσει και το νέο λογιστικό πρότυπο για τα χρηματοοικονομικά μέσα (ΔΠΧΠ 9) που καταργεί την έννοια του ζημιογόνου γεγονότος κατά ΔΛΠ 39 ως προϋπόθεσης για την αναγνώριση πιστωτικών ζημιών, που υπολογίζεται ότι θα οδηγήσει σε αύξηση των προβλέψεων των συστημικών τραπεζών κατά περίπου 4-5 δισ. ευρώ, ποσό το οποίο θα επιμεριστεί σε διάρκεια πέντε ετών.