Σειρά συστάσεων για την αντιμετώπιση των ψευδών ειδήσεων και της παραπληροφόρησης στο διαδίκτυο διατυπώνει η αρμόδια ομάδα εμπειρογνωμόνων σε έκθεση που παρέδωσε στις 12/3 στην Επίτροπο Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας Μαρίγια Γκαμπριέλ. Μεταξύ άλλων, οι ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες συνιστούν να καταρτιστεί κώδικας αρχών τον οποίο θα πρέπει να δεσμευτούν να τηρούν οι διαδικτυακές πλατφόρμες και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Ορισμός του προβλήματος
Ειδικότερα, η έκθεση της ομάδας εμπειρογνωμόνων υψηλού επιπέδου επικεντρώνεται στα προβλήματα που συνδέονται με την παραπληροφόρηση στο διαδίκτυο και όχι στις ψευδείς ειδήσεις. Οι εμπειρογνώμονες σκοπίμως απέφυγαν να χρησιμοποιήσουν τον όρο «ψευδείς ειδήσεις», διευκρινίζοντας ότι είναι ακατάλληλος για να αποτυπώσει τα περίπλοκα προβλήματα της παραπληροφόρησης, στην οποία συγκαταλέγεται επίσης το περιεχόμενο που αναμειγνύει κατασκευασμένα στοιχεία με πραγματικά περιστατικά.
Στο πλαίσιο της έκθεσης η παραπληροφόρηση ορίζεται ως ψευδείς, ανακριβείς ή παραπλανητικές πληροφορίες που κατασκευάζονται, παρουσιάζονται και προωθούνται με σκοπό το κέρδος ή για να ζημιώσουν το κοινό συμφέρον. Οι πληροφορίες αυτές μπορούν να υπονομεύσουν τις δημοκρατικές διαδικασίες και αξίες και να θέσουν στο στόχαστρο διάφορους τομείς, όπως η υγεία, η επιστήμη, η εκπαίδευση και ο χρηματοπιστωτικός τομέας. Η έκθεση υπογραμμίζει την ανάγκη συμμετοχής όλων των ενδιαφερόμενων μερών σε κάθε πιθανή δράση και συνιστά κατά κύριο λόγο την υιοθέτηση μιας προσέγγισης αυτορρύθμισης.
Η ομάδα συνιστά προώθηση του γραμματισμού στα μέσα επικοινωνίας για την καταπολέμηση της παραπληροφόρησης, ανάπτυξη εργαλείων που δίνουν στους χρήστες και στους δημοσιογράφους τη δυνατότητα να αντιμετωπίζουν την παραπληροφόρηση, διασφάλιση της πολυμορφίας και της βιωσιμότητας των ευρωπαϊκών μέσων ενημέρωσης, συνέχιση των ερευνών σχετικά με τον αντίκτυπο της παραπληροφόρησης στην Ευρώπη.
Υποστηρίζει επίσης την κατάρτιση κώδικα αρχών τον οποίο θα πρέπει να δεσμευτούν ότι θα τηρούν οι διαδικτυακές πλατφόρμες και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Μία από τις 10 βασικές αρχές που περιγράφονται στην έκθεση προβλέπει, για παράδειγμα, ότι οι διαδικτυακές πλατφόρμες θα πρέπει να μεριμνούν για τη διαφάνεια των εργασιών τους, εξηγώντας πώς επιλέγονται από τους αλγορίθμους οι ειδήσεις που προβάλλονται. Επίσης, οι εν λόγω πλατφόρμες ενθαρρύνονται να λάβουν αποτελεσματικά μέτρα σε συνεργασία με ευρωπαϊκά ειδησεογραφικά πρακτορεία ώστε να βελτιωθεί η προβολή ασφαλών, αξιόπιστων ειδήσεων και να διευκολυνθεί η πρόσβαση των χρηστών σε αυτές.
Η λήψη μέτρων είναι ιδιαίτερα σημαντική κατά τη διάρκεια προεκλογικών περιόδων. Τέλος, η ομάδα συνιστά τη δημιουργία πλειονομερούς συνασπισμού με στόχο να εξασφαλιστεί η υλοποίηση, η παρακολούθηση και η τακτική αναθεώρηση των συμφωνηθέντων μέτρων.
Ευρωβαρόμετρο: Οκτώ στους δέκα θεωρούν τα fake news κίνδυνο για τη δημοκρατία
Στη σχετική δημόσια διαβούλευση, που ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 2017, η Επιτροπή έχει λάβει σχεδόν 3000 απαντήσεις. Οι δύο κορυφαίες κατηγορίες στις οποίες η πλειονότητα των ερωτηθέντων πιστεύουν ότι οι ψευδείς ειδήσεις ενδέχεται να ζημιώσουν την κοινωνία ήταν η εσκεμμένη παραπληροφόρηση με σκοπό τον επηρεασμό των εκλογών και των πολιτικών για τη μετανάστευση.
Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα του Ευρωβαρόμετρου (όπου συμμετείχαν περίπου 26 000 πολίτες), η αντίληψη της κοινής γνώμης είναι ότι υπάρχουν πολλές ψευδείς ειδήσεις σε ολόκληρη την Ε.Ε., καθώς το 83% των ερωτηθέντων δηλώνουν ότι το φαινόμενο αυτό θέτει σε κίνδυνο τη δημοκρατία. Η έρευνα αναδεικνύει επίσης τη σημασία των ποιοτικών μέσων ενημέρωσης: σύμφωνα με τους ερωτηθέντες, τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης είναι η πλέον αξιόπιστη πηγή ενημέρωσης (ραδιόφωνο 70 %, τηλεόραση 66 %, Τύπος 63 %). Οι διαδικτυακές πηγές ειδήσεων και οι ιστοσελίδες δημοσίευσης βίντεο είναι η λιγότερο αξιόπιστη πηγή ενημέρωσης, με ποσοστό εμπιστοσύνης 26 % και 27 % αντίστοιχα.
Τα αποτελέσματα αυτά επιβεβαιώνονται από τη δημόσια διαβούλευση, σύμφωνα με την οποία τη λιγότερη εμπιστοσύνη εμπνέουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οι διαδικτυακοί φορείς συγκέντρωσης ειδήσεων, τα ιστολόγια και οι δικτυακοί τόποι, ενώ στο άλλο άκρο βρίσκονται οι παραδοσιακές εφημερίδες και τα περιοδικά, ειδικευμένοι δικτυακοί τόποι και διαδικτυακές εκδόσεις, ειδησεογραφικά πρακτορεία και δημόσιοι οργανισμοί (με ποσοστό άνω του 70 %).
Σύμφωνα με τη δημόσια διαβούλευση, η παραπληροφόρηση είναι εύκολο να εξαπλωθεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επειδή οι ψευδείς ειδήσεις απευθύνονται στο συναίσθημα των αναγνωστών (88 %), διαδίδονται με σκοπό να κατευθύνουν τον δημόσιο διάλογο (84 %) και σχεδιάζονται με στόχο την αποκόμιση κέρδους (65 %). Οι μισοί από τους ερωτηθέντες πιστεύουν ότι η εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών μετά τη δημοσίευση της παραπληροφόρησης δεν λύνει το πρόβλημα, καθώς δεν γίνεται αντιληπτή από τα άτομα που είδαν τις αρχικές πληροφορίες.