Από την έντυπη έκδοση
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
O φόβος των επιτοκίων ξύπνησε και πάλι στις διεθνείς αγορές μετοχών, μετά την κατάθεση του Τζερόμ Πάουελ στο Κογκρέσο. Το «Πάουελ εφέ» δεν ήταν χαμόγελα και ανοδικοί δείκτες, όπως οι περισσότεροι προσδοκούσαν. Γιατί όμως; Ο διοικητής της FED δεν έκρυβε εκπλήξεις. Τα όσα είπε ήταν απολύτως προβλέψιμα, όπως έσπευσαν να επισημάνουν όλα τα μεγάλα ειδησεογραφικά δίκτυα. Ήταν σχεδόν... βαρετός. Και τελικά αυτό ήταν που απογοήτευσε τους επενδυτές. Είχαν ποντάρει σε επιφυλάξεις, σε ανησυχίες και προβληματισμούς, σε μία «αισιοδοξία με αστερίσκους», που θα δικαιολογούσε όχι μεν αλλαγή πλεύσης, αλλά τουλάχιστον πιο αργά βήματα απομάκρυνσης από τη χαλαρή πολιτική.
Η επιμονή του κεντρικού τραπεζίτη στη στρατηγική των τουλάχιστον τριών επιτοκιακών αυξήσεων μέσα στο έτος και η διαβεβαίωσή του για τις ισχυρές προοπτικές ανάπτυξης έδωσαν ξεκάθαρο σήμα ότι η επιστροφή στην περιοριστική πολιτική δεν θα ανακοπεί. Το τέλος του φθηνού χρήματος πλησιάζει. Και αυτό αναγκάζει τις αγορές να φρενάρουν ύστερα από ένα αδιάκοπο σχεδόν ράλι εννέα ετών.
Τις ρευστοποιήσεις τροφοδοτούν και οι φόβοι για έναν εμπορικό πόλεμο, μετά την απόφαση Τραμπ να επιβάλλει δασμούς σε εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου.
Δεν χρειάζεται να τρομάζει η εικόνα των αγορών. Η φετινή διόρθωση είναι ίσως η πρώτη υγιής αντίδραση σε μία παρατεταμένη περίοδο ακατανόητης συχνά ευφορίας. Σε αυτό το διάστημα οι αμερικανικές μετοχές έχουν να επιδείξουν κέρδος της τάξης του 270% και οι ευρωπαϊκές, αν και ταλαιπωρήθηκαν σαφώς περισσότερο, χάρισαν στους επενδυτές απόδοση άνω του 100%. Τα «πακέτα τόνωσης» των εκατοντάδων δισεκατομμυρίων από τις κυβερνήσεις και πρωτίστως τα 11 τρισ. δολάρια ρευστότητας από τις κεντρικές τράπεζες ήταν το καύσιμο διαρκείας.
Ακόμη όμως κι όταν η χρηματοπιστωτική κρίση εξελίχθηκε σε κρίση χρέους, όταν οι κυβερνήσεις στράφηκαν στη λιτότητα και όταν η αναιμική ανάπτυξη πυροδότησε νέες πιέσεις στις τράπεζες, οι αγορές δεν πτοήθηκαν, όπως θα περίμενε κανείς. Ακολούθησε μία ανάκαμψη συνοδευόμενη από υψηλό γεωπολιτικό ρίσκο. Εμφύλιος στη Συρία, ISIS, προσφυγική κρίση, άνοδος της ακροδεξιάς ανά την Ευρώπη, Brexit, εκλογή Τραμπ, τύμπανα πυρηνικού πολέμου με τη Βόρεια Κορέα και εμπορικού με Κίνα και Ε.Ε. Όλα αντιμετωπίστηκαν από τους επενδυτές με μία «αβάσταχτη ελαφρότητα». Τίποτα δεν στάθηκε ικανό να λειτουργήσει ως φρένο. Αυτό έρχεται τώρα να το πατήσει… η λογική.