Από την έντυπη έκδοση
Της Αγγελικής Κοτσοβού
[email protected]
«Δημοσιογραφία είναι να δημοσιεύεις αυτά που ο άλλος δεν θέλει να δημοσιευτούν. Οτιδήποτε άλλο είναι δημόσιες σχέσεις». Η περίφημη ρήση του Τζορτζ Όργουελ αντανακλά σε μεγάλο βαθμό τη σχέση «μίσους» ανάμεσα στον Ντόναλντ Τραμπ και μερίδα των αμερικανικών media, μεταξύ των οποίων και οι «Νew York Times», που έχουν δεχτεί επανειλημμένως δριμεία κριτική από τον Αμερικανό πρόεδρο.
Στη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας ο Τραμπ αποκαλούσε συχνά πυκνά τους «Τimes» «αποτυχημένους», έχοντας προσβάλει μια από τις πιο ιστορικές εφημερίδες της Αμερικής περισσότερο από 150 φορές, κυρίως μέσω μηνυμάτων στο Twitter. Η προσωπική όμως μάχη του Τραμπ εναντίον των «ΝΥΤ» είχε ως αποτέλεσμα την εντυπωσιακή αύξηση των συνδρομητών. Η εφημερίδα απέκτησε 157.000 νέους ψηφιακούς συνδρομητές στη διάρκεια του τριμήνου έως τα τέλη Δεκεμβρίου, με το σύνολο της συνδρομητικής της βάσης να ξεπερνάει τα 2,5 εκατομμύρια.
Τα έσοδα από τις ψηφιακές συνδρομές αυξήθηκαν κατά 51,2% στο τέταρτο τρίμηνο, στα 96,3 εκατ. δολάρια, ενώ στο σύνολο του 2017 τα έσοδα από συνδρομές -και για το ψηφιακό και για το έντυπο φύλλο- ξεπέρασαν το φράγμα του ενός δισ. δολαρίων. Σε μια εποχή βαθιάς κρίσης για τη δημοσιογραφία και κυρίως για τα έντυπα μέσα, η θρυλική εφημερίδα του Μανχάταν -γνωστή και ως «Γκρίζα Κυρία»- κατάφερε να πείσει τους συνδρομητές να πληρώσουν για την πρόσβαση σε ψηφιακό και έντυπο περιεχόμενο. Για πρώτη φορά, μάλιστα, τα συνδρομητικά έσοδα αντιπροσωπεύουν το 60% του συνολικού κύκλου εργασιών, ξεπερνώντας τα έσοδα από διαφήμιση.
Ο «αγαπημένος εχθρός» του Τραμπ, σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό της δημοσιογράφου Μάγκι Χάμπερμαν, κερδίζει το στοίχημα του Διαδικτύου, ενώ φαίνεται να έχει βρει και το «αντίδοτο» στην κατάρα των social media. Την ίδια συνταγή ακολούθησαν και οι δύο πρώτες σε κυκλοφορία εφημερίδες της Αμερικής «Washington Post» και «Wall Street Journal», με την τελευταία να αποκτά περισσότερους από 300.000 νέους ψηφιακούς συνδρομητές.
Σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς για τα παραδοσιακά media, υπάρχουν εκδόσεις που δεν προσκολλώνται στο παρελθόν, αλλά αποδεικνύουν ότι μπορούν να διατηρήσουν το κύρος τους. Κερδίζοντας την εμπιστοσύνη των νεότερων γενεών, που προτιμούν την ενημέρωση μέσω smartphones και tablets αντί για την ανάγνωση του καθημερινού φύλλου. Μπροστά στην «καταιγίδα» ειδήσεων, εξελίξεων, αλλά και τη μάστιγα των fake news κραδαίνουν το ισχυρότερο όπλο, που δεν είναι άλλο από έγκυρο, γνήσιο και εξαιρετικής ποιότητας περιεχόμενο. Ειδάλλως, «η Δημοκρατία πεθαίνει στο σκοτάδι».