Πριν λίγες μέρες ο Φίλιπ Μάνο, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο της Βρέμης σε εκτενές άρθρο του που φιλοξένησε η Frankfurter Allgemeine Zeitung εξέφρασε μια διαφορετική άποψη αναφορικά με τους λόγους που οδήγησαν τον Σεπτέμβριο του 2015 την καγκελάριο Μέρκελ στην αμφιλεγόμενη κατά πολλούς απόφαση για άνοιγμα των γερμανικών συνόρων σε πρόσφυγες, που μέχρι τότε ήταν αποκλεισμένοι στη Βαλκανική Οδό.
Σύμφωνα με τον Μάνο αυτό που είναι για πολλούς προφανές αλλά δεν έχει αναλυθεί μέχρι σήμερα στον δημόσιο διάλογο σε βάθος είναι ότι το άνοιγμα των συνόρων ήταν για την Μέρκελ «μια αναγκαστική απόφαση (δίχως εναλλακτική επιλογή)» που ήρθε ως απόρροια της έτερης συμφωνίας για διάσωση της Ελλάδας τον Ιούλιο του 2015. Όπως αναφέρει ο ίδιος η συμφωνία για την χρηματοπιστωτική διάσωση της Ελλάδας θα ήταν πια «άχρηστο χαρτί αν στη συνέχεια η χώρα είχε αφεθεί μόνη της να διαχειριστεί τα μαζικά κύματα προσφύγων από το διαδοχικό κλείσιμο των συνόρων στην Ουγγαρία, τη Σερβία, το Κοσσυφοπέδιο, τη Βουλγαρία ως την πΓΔΜ.
Εάν η χώρα βυθιζόταν σε ένα τέτοιο χάος κανείς δεν θα ασχολούνταν πλέον με τις απαιτήσεις της τρόικας ή την έγκαιρη εξυπηρέτηση των δανειακών υποχρεώσεων. Τότε όμως η αντιμετώπιση της κρίσης στην ευρωπαϊκή περιφέρεια θα καθυστερούσε ενώ στο επίκεντρο θα ετίθετο η αντιμετώπιση του προσφυγικού.»
Όπως σημειώνει ο Γερμανός καθηγητής «η γερμανική κοινή γνώμη δεν είχε ούτε τότε ούτε και τώρα ιδέα για όλα αυτά. Στη Γερμανία επικρατεί είτε η εντελώς γραφική εικόνα μιας Μέρκελ-Mητέρας Τερέζας ή ακούγονται θεωρίες για την αντικατάστασή της». Όμως μόνο ένας πολιτικός παίκτης μοιάζει να έχει πλήρη επίγνωση αυτής της κατάστασης και να νιώθει «εντάξει» κατά κάποιο τρόπο με αυτό το ντιλ, κι αυτός είναι ο Αλέξης Τσίπρας, εκτιμά ο Μάνο.
Τι οδήγησε τελικά τη Μέρκελ στην απόφαση να ανοίξει τα σύνορα;
Την άποψη του Γερμανού καθηγητή θέτει στο μικροσκόπιό του το Focus Online και την αναλύει με τη βοήθεια του πολιτικού επιστήμονα Ράφαελ Μπόσονγκ από το Ίδρυμα Επιστήμη και Πολιτική (SWP). Κατά πόσο ισχύει ότι η Μέρκελ δεν άνοιξε τα σύνορα για ανθρωπιστικούς λόγους λόγω έκτακτης ανάγκης αλλά «για να σώσει τα γερμανικά χρήματα και το δικό της πολιτικό κεφάλαιο διασώζοντας την Ελλάδα από την κατάρρευση;».
Σύμφωνα με το Focus «είναι αλήθεια ότι η Ελλάδα πολλές φορές μέχρι τότε βρέθηκε στα πρόθυρα χρεοκοπίας. Ταυτόχρονα, η διεθνής βοήθεια στην Ελλάδα, δηλαδή τα δάνεια στα οποία η Γερμανία είχε μεγάλο μερίδιο, ήταν αμφιλεγόμενα. Η Μέρκελ και ο υπ. Οικ. Βόλφγκανγκ Σόιμπλε δέχθηκαν μεγάλη διεθνή και εγχώρια πίεση. Από την άλλη πλευρά όλο και περισσότεροι πρόσφυγες έφτασαν στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 2015, ενώ χώρες όπως η Ουγγαρία λάμβαναν όλο και περισσότερα μέτρα για να διασφαλίσουν τα νότια σύνορά τους. Ο βαλκανικός διάδρομος έκλεισε. Η Ελλάδα θα μπορούσε να γίνει φυλακή», σημειώνει η εφημερίδα.
Ο Ρ. Μπόσονγκ προσθέτει ότι «η οικονομική και πολιτική σταθερότητα στην Ελλάδα είχε πληγεί. Έτσι σίγουρα ο φόβος πιθανής κατάρρευσης της χώρας έπαιξε κάποιο ρόλο στην απόφαση για άνοιγμα των γερμανικών συνόρων», συμπληρώνοντας όμως ότι δεν πιστεύει ότι υπήρχε κάποιος κεντρικός σχεδιασμός από τη γερμανική κυβέρνηση που να συνέδεε την ελληνική διάσωση με το άνοιγμα των γερμανικών συνόρων. «Εκείνη την εποχή υπήρχαν αλληλεπικαλυπτόμενες κρίσεις και πολλές προκλήσεις για την ευρωπαϊκή και τη γερμανική πολιτική. Δεν ήταν λοιπόν ο μοναδικός λόγος για την απόφαση αυτή», εκτιμά ο γερμανός καθηγητής.
Επίσης ο Μπόσονγκ συμφωνεί με τον Μάνο ως προς το ότι ο Αλέξης Τσίπρας ενδεχομένως να σταματούσε την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και την αποπληρωμή των δανείων εάν η Ευρώπη δεν είχε βοηθήσει τότε την Ελλάδα στο προσφυγικό. Ο Μπόσονγκ τέλος επισημαίνει ότι ο Μάνο είναι ο πρώτος που διατυπώνει τόσο καθαρά την άποψη ότι υπήρχε σαφής σχέση μεταξύ του «ελληνικού ντιλ» και την απόφαση της Μέρκελ για το προσφυγικό.
Σημειώνει τέλος ένα μέρος του γερμανικού λαού ενδεχομένως να προτιμά «μια εύκολη εξήγηση για το άνοιγμα των συνόρων», αλλά δεν χρειάζεται να υιοθετήσει κάποιος απαραίτητα την άποψη του Μάνο με απόλυτο τρόπο. Όπως λέει ο Μπόσονγκ, το μόνο σίγουρο, ακόμη και για έναν αντικειμενικό παρατηρητή, είναι ότι η απόφαση της Μέρκελ το φθινόπωρο του 2015 «δεν υποκινήθηκε καθαρά και μόνο από ανθρωπιστικούς λόγους».