Οι επεμβατικές θεραπείες για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της νόσου Πάρκινσον, δεν είναι κάτι νέο, είναι όμως κάτι για το οποίο δεν είναι πλήρως ενημερωμένοι πολλοί ασθενείς και οι οικείοι τους, καθώς και μεγάλη μερίδα του γενικού πληθυσμού.
Οι γνωστές επεμβατικές θεραπείες είναι η τοποθέτηση αντλίας συνεχούς έγχυσης ντοπαμίνης και η εμφύτευση νευροδιεγέρτη (Deep Brain Stimulation - DBS), που αν γίνουν στον κατάλληλο χρόνο, απελευθερώνουν τον ασθενή από τα δεσμά της ασθένειας για τουλάχιστον μια δεκαετία, όπως επισημαίνουν οι επιστήμονες.
Η αντλία ντοπαμίνης είναι μια εξωτερική αντλία, που παρέχει σε υγρή μορφή όση ντοπαμίνη χρειάζεται ο ασθενής. Αυτό γίνεται μέσω ενός λεπτού καθετήρα που τοποθετείται στην κοιλιά του. Είναι φορητή και προσφέρει μεγάλη αυτονομία κίνησης.
Ο νευροδιεγέρτης είναι μια συσκευή, όπως ο βηματοδότης. Εμφυτεύεται στο θώρακα, μόνο που στην περίπτωση αυτή, το ένα ηλεκτρόδιο διέγερσης, ενός δεκάτου του χιλιοστού, καταλήγει στον εγκέφαλο.
Μετά την τοποθέτηση του συστήματος, ο ασθενής παραμένει στο νοσοκομείο από 7-15 μέρες για να γίνουν σωστά οι ρυθμίσεις της συσκευής ανάλογα με τη δική του περίπτωση, έτσι ώστε, να μειωθεί σταδιακά η φαρμακευτική αγωγή του και να καταγραφούν οι εξατομικευμένες δυνατότητες του νευροδιεγέρτη. Μετά το εξιτήριο, για τρεις μήνες πρέπει να επισκέπτεται τον νευρολόγο του κάθε 10-15 ημέρες για να ρυθμίζονται διάφορες παράμετροι του νευροδιεγέρτη και να καταγράφεται η εξέλιξή του. Στη συνέχεια οι επισκέψεις γίνονται μία φορά τον μήνα μέχρι να κλείσει το 6μηνο και έπειτα, αν είναι ομαλή η πορεία του, συνιστάται παρακολούθηση μία φορά τον χρόνο.
Την τεκμηρίωση της αποτελεσματικότητας και ασφάλειας του νευροδιεγέρτη έχουν καταγράψει πολλές μελέτες, ενώ η πιο σημαντική εξ αυτών, η EARLYSTIM δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «New England Journal of Medicine».
Στη συγκεκριμένη μελέτη, διαπιστώθηκε ότι η τοποθέτηση του νευροδιεγέρτη DBS βελτιώνει μακροπρόθεσμα τη ζωή του ασθενούς πολύ περισσότερο απ’ ό,τι η συνέχιση σκέτης της φαρμακευτικής αγωγής. Η βελτίωση αυτή φθάνει κατά μέσον όρο το 73% όσον αφορά τα κινητικά συμπτώματα και το 67% τις δυσκινησίες.
Τι πρέπει να γνωρίζουμε για την τοποθέτηση του νευροδιεγέρτη
Αναλύοντας την επεμβατική αυτή μέθοδο, ο νευρολόγος Παναγιώτης Ι. Ζήκος, υπεύθυνος του Ιατρείου Νόσου Πάρκινσον & Συναφών Διαταραχών του 251 Γενικού Νοσοκομείου Αεροπορίας, επισημαίνει ότι ούτε η επέμβαση για την τοποθέτηση του ηλεκτροδίου στον εγκέφαλο και των επεκτάσεων ούτε η διέγερση του υποθαλαμικού πυρήνα προκαλούν βλάβες στα κύτταρα ή τους ιστούς του εγκεφάλου. Απλώς, η διέγερση του πυρήνα μπλοκάρει τα «λανθασμένα» εγκεφαλικά ηλεκτρικά μηνύματα τα οποία προκαλούν τρόμο (τρέμουλο), δυσκαμψία, βραδυκινησία (αργές κινήσεις) και άλλα κινητικά συμπτώματα στους ασθενείς.
Επιπλέον, επειδή το ηλεκτρόδιο του νευροδιεγέρτη DBS τοποθετείται με ακρίβεια σε μία συγκεκριμένη δομή του εγκεφάλου και τα υπόλοιπα τμήματά του εισάγονται κάτω από το δέρμα, το όλο σύστημα μπορεί να αφαιρεθεί εάν διαπιστωθεί ότι έχει πάψει να βοηθά τον ασθενή ή αν αναπτυχθεί κάποια πιο αποτελεσματική θεραπεία.
Ποιοι ασθενείς όμως είναι κατάλληλοι υποψήφιοι για τοποθέτηση νευροδιεγέρτη στον εγκέφαλο;
Σύμφωνα με τον γιατρό, είναι οι πάσχοντες από νόσο Πάρκινσον που δεν έχουν μπει στο τελικό στάδιο της νόσου, δηλαδή τα φάρμακα που λαμβάνουν εξακολουθούν να αποδίδουν, αλλά δεν τους καλύπτουν για όλη τη διάρκεια της ημέρας, με συνέπεια να παρουσιάζουν εναλλαγές καλής κινητικότητας με δυσκινησία ή υπερκινησία.
Οι εναλλαγές αυτές μπορεί να παρουσιαστούν από λίγους μήνες έως πολλά χρόνια μετά την έναρξη της φαρμακευτικής αγωγής και δυσκολεύουν την καθημερινότητα του ασθενούς.
Κατάλληλοι υποψήφιοι, λοιπόν, για τοποθέτηση νευροδιεγέρτη DBS είναι οι ασθενείς ηλικίας μέχρι 70 ετών, που έχουν τέτοιου είδους διακυμάνσεις, παίρνουν φάρμακα 4 ή περισσότερες φορές την ημέρα, δεν πάσχουν από ψυχικά νοσήματα ή σοβαρή άνοια και έχουν καλή γενικότερη κατάσταση υγείας.