Για «επικοινωνιακού χαρακτήρα καμπάνια» κατηγόρησε το ΚΚΕ ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Δ. Τζανακόπουλος, με αφορμή τη χθεσινή εισβολή μελών του ΠΑΜΕ στο υπουργείο Εργασίας.
«Όταν δίναμε τη μάχη για τις διαπραγματεύσεις για τις συλλογικές συμβάσεις, το ΚΚΕ ήταν 'απών' και αποφάσισε τώρα να κάνει μια επικοινωνιακού τύπου καμπάνια. Δεν έχει στόχο την ενίσχυση της εργασίας, αλλά να δημιουργήσει πολιτικές εντυπώσεις» ανέφερε ο κ. Τζανακόπουλος σε συνέντευξή του στον ραδιοφωνικό σταθμό Real, για να προσθέσει: «Μου θυμίζει περισσότερο θεατρική παράσταση παρά διαμαρτυρία».
Υπογράμμισε παράλληλα ότι «έγινε πολύ σκληρή διαπραγμάτευση με τους θεσμούς, ειδικά στα εργασιακά, όπου καταφέραμε να κερδίσουμε την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων (…)». «Ενισχύσαμε τη διαπραγματεύσιμη δύναμη των εργαζομένων, δίνεται η δυνατότητα έκδοσης εντολών πληρωμής δεδουλευμένων» συμπλήρωσε προσθέτοντας πως η κυβέρνηση αντέκρουσε την απαίτηση των δανειστών για την ανταπεργία και την αύξηση του ποσοστού των απολύσεων.
Επί της ουσίας της ρύθμισης ο κυβερνητικός εκπρόσωπος υποστήριξε πως αφορά σε μικρής σημασίας αλλαγή, καθώς από το 1/3 των μελών των σωματείων που απαιτείται σήμερα να έχουν παρουσία στη γενική συνέλευση για να υπάρχει απαρτία, η ρύθμιση προβλέπει το 50+1 των οικονομικά τακτοποιημένων. Σημείωσε ακόμη ότι η απεργία δεν αποφασίζεται με διαφορετική πλειοψηφία από ό,τι στο παρελθόν, για τα σωματεία που έχουν περιφερειακό η πανελλαδικό χαρακτήρα.
Ερωτηθείς για τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς, ο κ. Τζανακόπουλος είπε ότι οι διατάξεις του πολυνομοσχεδίου δεν αλλάζουν τίποτα περισσότερο παρά την τυπική διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης. «Οι διατάξεις αφορούν και το δημόσιο, αλλά δεν υπάρχει καμία πρόθεση από εμάς (κυβέρνηση) να αλλάξει τακτική το δημόσιο. Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει επιθετική πολιτική είσπραξης, λειτουργούμε με όρους κοινωνικής προστασίας και επιείκειας. Δεν υπάρχει λόγος να ανησυχούν οι πολίτες για το δημόσιο» υπογράμμισε.
Επανέλαβε στη συνέχεια πως υπάρχει θεσμικό πλαίσιο προστασίας για την πρώτη κατοικία με τους νόμους Κατσέλη- Σταθάκη και συμπλήρωσε πως η κυβέρνηση ακούει με προσοχή τις προτάσεις, συζητά και εάν προκύψει πρόβλημα για πρώτη λαϊκή κατοικια τότε υπάρχει η διάθεση να λυθεί. Ωστόσο - όπως είπε - «δεν θα χρειαστεί το πλαίσιο είναι επαρκές και οι τράπεζες δεν έχουν λόγο να το υπερβούν». Αναφέρθηκε πάντως ατην πάγια θέση της κυβέρνησης για την επιτάχυνση των πλειστηριασμών για επιχειρηματίες που σταμάτησαν να πληρώνουν τα δάνεια τους και έχουν περιουσίες στο εξωτερικό.
Για τα οικογενειακά επιδόματα, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος υπογράμμισε πως οι διατάξεις που εμπεριέχονται στο πολυνομοσχέδιο επί της ουσίας εξορθολογίζουν την επιδοματική πολιτική. Όπως τόνισε, σήμερα το τρίτο και το τέταρτο παιδί πριμοδοτούνται με υπερβολικά υψηλό συντελεστή και αυτό αλλάζει με τις νέες ρυθμίσεις. «Περισσότερες από 600.000 οικογένειες θα δουν να αυξάνεται το επίδομα που παίρνουν για τα παιδιά τους» σημείωσε και πρόσθεσε πως η κυβέρνηση έχει τελείως διαφορετική φιλοσοφία απέναντι στο θέμα των επιδομάτων. «Η κυβέρνηση και η αρμόδια υπουργός επιλέξαμε να έχουμε τη δυνατότητα να στηρίζουμε όχι μόνο τις τρίτεκνες και πολύτεκνες οικογένειες, αλλά να βοηθήσουμε τις οικογένειες και με ένα ή δυο παιδιά. Αν δείτε τους πίνακες η πρώτη κατηγορία των δικαιούχων βλέπει ακόμα και διπλασιασμό του επιδόματος» εξήγησε.
Για τις διαπραγματεύσεις με την ΠΓΔΜ και τη στάση του Πάνου Καμμένου, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος είπε πως ο υπουργός Άμυνας έκανε «υπεύθυνη δήλωση που δίνει σοβαρή διέξοδο στο να διαμορφωθούν οι συνθήκες και να επιτευχθούν ευρύτερες συναινέσεις».
«Επιδιώκουμε αμοιβαία αποδεκτή λύση εντός του πλαισίου της θέσης της χώρας από το 2018, δηλαδή σύνθετη ονομασία έναντι όλων και απόσυρση του αλυτρωτικού περιεχομένου από το Σύνταγμα της γείτονος» σημείωσε, καλώντας τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας «να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων».
Είπε ακόμη πως η κυβέρνηση «επιμένει στα θέματα αλυτρωτισμού» επισημαίνοντας πως «ο κ. Ζάεφ δεν επαναλαμβάνει, αλλά ανασκευάζει τις ακραίες δηλώσεις και τις θέσεις των προηγούμενων», κάτι που «δημιουργεί διαφορετικούς όρους συνεννόησης».