Της Ανθής Αγγελοπούλου
Θετικά αποτελέσματα κατέγραψε η πιλοτική εφαρμογή του TOB-G για τη διακοπή του καπνίσματος σε 5 ειδικές ομάδες πληθυσμού στις οποίες το κάπνισμα είναι ο σοβαρότερος επιβαρυντικός παράγοντας κινδύνου. Συγκεκριμένα, το πρωτοποριακό ευρωπαϊκό πρόγραμμα ξεκίνησε με ασθενείς με καρδιαγγειακά νοσήματα, διαβήτη τύπου 2, χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ), έγκυες γυναίκες και έφηβους και όπως διαπιστώθηκε τα άτομα που μπήκαν στο πρόγραμμα διέκοψαν με επιτυχία το κάπνισμα, μετά από παρέμβαση ειδικών επιστημόνων, οι οποίοι προηγουμένως είχαν λάβει εκπαίδευση μέσω των κατευθυντήριων οδηγιών του προγράμματος TOB-G.
Σύμφωνα με τον επικεφαλής του προγράμματος TOB-G, τ. αναπληρωτή καθηγητή των Πανεπιστημίων Αθηνών και Harvard και Διευθυντή του Ινστιτούτου Δημόσιας Υγείας του Αμερικανικού Κολεγίου Ελλάδος Παναγιώτη Μπεχράκη, για να λάβουν μέρος στο πρόγραμμα αυτό είχαν εκπαιδευτεί αρχικά 150 επιστήμονες μεταξύ αυτών γιατροί παθολόγοι, καρδιολόγοι, πνευμονολόγοι, ενδοκρινολόγοι, ψυχίατροι, μαίες και σχολικοί ψυχολόγοι.
Τα ευρήματα της μελέτης έδειξαν ότι οι επιστήμονες που συμμετείχαν στο πρόγραμμα εκπαίδευσης όχι μόνο απέκτησαν οι ίδιοι σημαντικές γνώσεις αλλά τους βοήθησε και στον τρόπο επαφής τους με τον ασθενή τους, για να τον βοηθήσουν να διακόψει το κάπνισμα.
Επίσης, κατά τη διάρκεια επαναξιολόγησης μετά από 6 μήνες, φάνηκε ότι οι επιστήμονες της υγείας, διατήρησαν τις γνώσεις που είχαν αποκομίσει, αλλά και την πρόθεση να βοηθήσουν τους ασθενείς τους.
Να σημειωθεί ότι η πλειοψηφία των επιστημόνων (76 - 93%) δεν είχαν λάβει καμία εκπαίδευση στη θεραπευτική αντιμετώπιση της διακοπής του καπνίσματος, ενώ ένα μεγάλο ποσοστό ήταν καπνιστές (22%) ή πρώην καπνιστές, που είχαν εγκαταλείψει το κάπνισμα.
Οι επιστήμονες της υγείας εφάρμοσαν τις κατευθυντήριες οδηγίες του TOB-G – για τις οποίες είχαν λάβει προηγούμενη εκπαίδευση – προσεγγίζοντας περίπου 300 καπνιστές, που ανήκαν στις συγκεκριμένες υπό μελέτη ειδικές ομάδες. Οι παρεμβάσεις έγιναν, από τον Οκτώβριο του 2016, μέχρι τον Οκτώβριο του 2017, μέσω γνωσιακής, συμπεριφορικής, φαρμακολογικής (όπου υπήρχε ένδειξη) προσέγγισης, ή με τον συνδυασμό όλων των παραπάνω και κατά την κρίση του εκπαιδευμένου επιστήμονα της υγείας.
Όταν ολοκληρώθηκε η παρέμβαση (και μετά από επανέλεγχο στους 2 και 6 μήνες) αποδείχθηκε ότι τα ποσοστά επιτυχίας άγγιξαν το 40%, κάτι που σημαίνει ότι οι 4 στους 10 συμμετέχοντες, κατάφεραν να διακόψουν το κάπνισμα, αλλά και να παραμείνουν «μη καπνιστές», έως και 6 μήνες μετά.
H κ. Αννα Κοκκέβη, ομότιμη καθηγήτρια ΕΚΠΑ και επικεφαλής της εφαρμογής του προγράμματος TOB-G στους εφήβους, επεσήμανε ότι το πρόγραμμα στους εφήβους συνεχίζεται και δεν έχει δώσει ακόμη τελικά αποτελέσματα. Ωστόσο, έχει φανεί από τις παρεμβάσεις ότι έχει περιθώρια βελτίωσης. Όπως είπε, σημαντικό ρόλο στην αντίσταση του εφηβικού πληθυσμού ως προς την προσπάθεια διακοπής, διαδραματίζει δυστυχώς η διαφήμιση, η πίεση του περιβάλλοντος των συνομηλίκων τους και η έκθεση τους στο παθητικό κάπνισμα από τους γονείς τους, αλλά και στους χώρους κοινωνικοποίησης και διασκέδασης.
Ωστόσο, η παρέμβαση στα άτομα με διαβήτη, καρδιαγγειακές παθήσεις καθώς και ΧΑΠ ήταν επιτυχής. Σύμφωνα με τα στοιχεία, που παρέθεσε η επιστημονική υπεύθυνη την καθηγήτρια Αντιγόνα Τροφόρ, στους 6 μήνες το 36% των ατόμων με καρδιοπάθειες διέκοψαν το κάπνισμα, το 33% των ασθενών με ΧΑΠ και το 39% των ασθενών με διαβήτη τύπου 2.
Επιπλέον, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέθεσε η επιστημονικά υπεύθυνη Βικτωρία Βιβιλάκη, επικ. καθηγήτρια του Τμήματος Μαιευτικής ΤΕΙ Αθήνας, το 36% των εγκύων γυναικών κατά την 6μηνη παρακολούθηση διέκοψε το κάπνισμα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το πρόγραμμα TOB-G, χρηματοδοτούμενο από την Ε.Ε., έχει ελληνική επιστημονική υπογραφή, ενώ για την υλοποίησή του συνεργάστηκαν 5 ευρωπαϊκοί φορείς.
Οι κατευθυντήριες οδηγίες κυκλοφόρησαν αρχικά σε έντυπη έκδοση, ενώ στη σημερινή ψηφιακή μορφή τους, ως πλατφόρμα e-learning, έχουν ελεύθερη και δωρεάν πρόσβαση όλοι οι ενδιαφερόμενοι εντός και εκτός των συνόρων της Ευρώπης.
Σύμφωνα με τον κ. Μπεχράκη, το πρόγραμμα e-learning του TOB-G, αναμένεται να αποτελέσει βασικό επιστημονικό εργαλείο εκπαίδευσης για κάθε ειδικό, που επιθυμεί να αποκτήσει δεξιότητες, ώστε να βοηθήσει ειδικές ομάδες καπνιστών να εγκαταλείψουν το κάπνισμα.