Από την έντυπη έκδοση
Του Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Βρεθήκαμε σε μια συζήτηση, που οργανωνόταν από την Κοινότητα Διαλόγου «Σύνθεσις» η οποία ξεκίνησε το 2014 ως πρωτοβουλία πολιτών σε αναζήτηση «σύνθεσης ιδεών, προσεγγίσεων και απόψεων μέσα από διάδραση και όσμωση όσων κινούνται στον δημιουργικό και ορθολογικό ευρωπαϊκό χώρο». Το ενδιαφέρον μάς κέντρισε ακριβώς η έννοια της σύνθεσης, που δεν φοριέται και τόσο στις ημέρες της αυτάρεσκης αντιπαραθετικότητας, όμως και το θέμα που ανακοινωνόταν «Ο Γεώργιος Καρτάλης και η τρέχουσα κρίση» κάπως ανέβασε την περιέργεια: μια πολιτική φιγούρα της δεκαετίας του ‘50, τι υποσχόταν πέραν των χαλαρών συμπαραδηλώσεων που θα μπορούσε να φωτίζει το σήμερα, 60 και 65 χρόνια αργότερα;
Η περιέργειά μας ανταμείφθηκε - πολλαπλά! Αφήνουμε κατά μέρος τα πιο ιστορικά και πολιτικά στοιχεία που αφορούν μια φιγούρα η οποία αληθινά χάθηκε πρόωρα από την ταραγμένη εποχή των πρώτων μεταπολεμικών/μετεμφυλιακών χρόνων και της αγωνίας για ανασυγκρότηση. Ανασυγκρότηση μιας χώρας που βρισκόταν -κυριολεκτικά όμως- σε ερείπια. Καθώς η υπόθεση έχει βασικά οικονομικό χαρακτήρα, θα μείνουμε σε δύο κυρίως καταθέσεις.
Γνωστός ο τρόπος με τον οποίο έχει καταγραφεί ο Γεώργιος Καρτάλης ως βασικός αρχιτέκτονας της σταθεροποίησης και αναπτυξιακής δρομολόγησης της οικονομίας στη δεκαετία του ‘50. Που συνεχίστηκε, με βάση κατά το κρατούν αφήγημα την υποτίμηση Μαρκεζίνη, και στις δύο δεκαετίες οι οποίες ακολούθησαν.
Ήρθε όμως τώρα στα πλαίσια της «Σύνθεσης» ο μελετητής της Οικονομικής Ιστορίας Ανδρέας Κακριδής (μόλις προ μηνών παρουσίασε τη βιογραφία του Κυριάκου Βαρβαρέσου, ενώ τώρα διευθύνει το Ιστορικό Αρχείο της Τράπεζας της Ελλάδος) και κατέθεσε μια διαφορετική παρατήρηση: εκείνο που λειτούργησε αποφασιστικά στην απόφαση για τον πυρήνα σταθεροποίησης Καρτάλη -επί Κυβερνήσεως Πλαστήρα- ήταν η αιφνίδια και για εσωτερικούς αμερικανικούς λόγους απόφαση του Κογκρέσου για απότομη περικοπή της βοήθειας/των κονδυλίων του Σχεδίου Μάρσαλ. Κονδυλίων που είχαν φθάσει να στηρίζουν με ζαλιστικό ποσοστό τον προϋπολογισμό της ξέπνοης Ελλάδας του 1951: όταν τα 250 εκατομμύρια δολάρια της βοήθειας (συνειδητοποιήσετε την κλίμακα σε σύγκριση με σήμερα: άλλη πληθωριστική ιστορία αυτή!...) περικόπηκαν όχι στα απειληθέντα 200, αλλά σε... 182 εκατομμύρια, οι μεν Αμερικανοί της βοήθειας έμειναν εμβρόντητοι, το δε τότε ελληνικό πολιτικό σύστημα κυριολεκτικά πάγωσε. Εκείνο που πιστώνεται υπ’ αυτές τις συνθήκες ο Γ. Καρτάλης ήταν ότι, πέρα από τις διαμαρτυρίες και τις παραστάσεις, έστησε όρθια μια εις βάθος δημοσιονομική ανασυγκρότηση. Με αυξήσεις άμεσων φόρων (έως τότε μόνον οι έμμεσοι λειτουργούσαν), με ριζικές μειώσεις δαπανών, με κινήσεις ελευθέρωσης της οικονομικής δραστηριότητας: το «Γιώργο, δεν θα βρούμε ούτε την ψήφο μας!» Που ιστορείται ότι του είπε ο Πλαστήρας (ή που, κατ’ άλλων αφήγηση, έλεγε ο ίδιος ο Καρτάλης ρωτώντας πότε θα γίνονταν εκλογές, ώστε να μη φέρει όλες τις επώδυνες προσαρμογές στην πιο άκαιρη συγκυρία), επαληθεύθηκε στις εκλογές του Νοεμβρίου 1952 με το υπερ-πλειοψηφικό (και το «Τι Πλαστήρας, τι Παπάγος») που έφερε τότε τον Συναγερμό στα πράγματα.
Η βασική προσφορά του Καρτάλη ποια ήταν; Ότι άντεξε να σηκώσει το βάρος της σταθεροποίησης. Αλλά και ότι δεν περιορίστηκε σε εύκολα/οριζόντια μέτρα αλλά, γνωρίζοντας ή και μυριζόμενος την πραγματική λειτουργία της οικονομίας, πρόκρινε στοχευμένες παρεμβάσεις...
Χτίζοντας, τώρα, επάνω σ’ αυτόν τον καμβά ο Νίκος Χριστοδουλάκης -με τη δίδυμη εμπειρία του θεωρητικού/πανεπιστημιακού οικονομολόγου και του ασκήσαντος οικονομική πολιτική την κρίσιμη περίοδο των χρόνων της εισόδου της Ελλάδας στην Ευρωζώνη- ήρθε να διατυπώσει μιαν εν μέρει ετερόδοξη θέση. Ότι δηλαδή, τη χρυσή εποχή της ανάπτυξης στην ελληνική οικονομία, δεν θα ‘πρεπε να τη συνδέουμε τόσο με την υποτίμηση Μαρκεζίνη/του 1953 (έστω και επί βάσεως της σταθεροποίησης Καρτάλη). Γι’ αυτόν, η υποτίμηση άφησε πίσω της ίχνος πληθωριστικό, άσχετα αν αυτό παρέμεινε κρυφό/suppressed inflation (πώς; γιατί; λόγω διοικητικών ελέγχων σε τιμές και πιστώσεις και λόγω αστυνόμευσης των αμοιβών της εργασίας) μέχρι τη δεκαετία του ‘70. Δεν πιστώνεται δηλαδή η υποτίμηση την αναπτυξιακή έκρηξη της «χρυσής εποχής» της ελληνικής οικονομίας. Η οποία, αντιθέτως, «ανήκει» στην κυρίως σταθεροποίηση Καρτάλη, αλλά και στη θεσμική κατοχύρωση των επενδύσεων στο Σύνταγμα του 1952 (και στο βάσει αυτού Ν.Δ. 2687/53).
Τη συνηθίζει τον τελευταίο καιρό ο Ν. Χριστοδουλάκης την ετερόδοξη προσέγγιση: θυμίζουμε τις προτάσεις του για μια διαφορετική αναδιάρθρωση του χρέους με επενδυτική χρήση μέρος των πρωτογενών πλεονασμάτων - αλλά και τη σταυροφορία του εναντίον του φαινομένου «κέρδη και περιουσίες έξω, κόκκινα δάνεια και απαιτήσεις για κούρεμά τους μέσα»…