Από την έντυπη έκδοση
Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
Από το 1995 έως το 2010 η παραγωγικότητα στην Ε.Ε. αυξήθηκε κατά 25% και το ωρομίσθιο κατά 58%. Την ίδια περίοδο η παραγωγικότητα στην Ελλάδα αυξήθηκε περίπου το ίδιο (29%), αλλά το ωρομίσθιο εκτοξεύτηκε (142%).
Ως εκ τούτου, η χώρα κατέστη πρωτοπόρος στην αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, παράμετρος η οποία αφορά τον λόγο του κόστους εργασίας προς την παραγωγικότητα της εργασίας, επιδρώντας αντίστοιχα στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Προφανώς, η ανταγωνιστικότητα δεν εξαρτάται αποκλειστικά από το κόστος εργασίας. Αντιθέτως, σε αυτήν επιδρούν παράγοντες όπως η πρόσβαση σε κεφάλαια, το κόστος της χρηματοδότησης, το βάρος της γραφειοκρατίας και βεβαίως η ένταση και ποιότητα των παραγωγικών επενδύσεων που διαπερνούν τις δομές της οικονομίας.
Τα στοιχεία αυτά είναι εν τέλει εκείνα που διαμορφώνουν -ή δεν διαμορφώνουν- τη δυνατότητα υποστήριξης υψηλών αποδοχών οι οποίες θα μπορούν να ανατροφοδοτούνται μέσω ενός ικανοποιητικού επιπέδου ανταγωνιστικότητας της παραγωγικής βάσης.
Στην Ελλάδα δεν υπήρχαν αυτές οι προϋποθέσεις. Έτσι, το 2010 επήλθε απότομη και ουσιαστική μείωση των μισθών -22% έως το 2016- ως επιστέγασμα μιας πορείας δίχως αύριο.
Το πρόβλημα δεν ήταν η αύξηση των μισθών αυτή καθαυτή την περίοδο πριν από την κρίση. Για την ακρίβεια, όπως υπογραμμίζουν σε έκθεση για τον ΣΕΒ οι οικονομολόγοι Χρ. Ιωάννου, Κ. Κανελλόπουλος και Σ. Πέτρος, «το πρόβλημα ήταν ότι η χώρα επιχείρησε να θεσμοθετήσει αποδοχές ανεπτυγμένης χώρας, χωρίς όμως να προσφέρει το πλαίσιο λειτουργίας αγορών, τη θεσμική ωριμότητα και τη δυνατότητα ανάπτυξης της ιδιωτικής οικονομίας που προσφέρουν οι ανεπτυγμένες χώρες».
Η αύξηση των μισθών είναι προφανώς θεμιτή και άλλωστε αποτελεί το ζητούμενο για μια οικονομία της ελεύθερης αγοράς. Εξάλλου, η Ελλάδα πάντοτε επεδίωκε τη λεγόμενη σύγκλιση με τις υπόλοιπες οικονομίες της Ε.Ε.
Όταν όμως δεν στηρίζεται στην ανάπτυξη μιας υγιούς παραγωγικής βάσης, με διατηρήσιμη μεγέθυνση των διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών, τότε επιστρέφει πίσω σαν μπούμερανγκ, πλήττοντας πριν απ’ όλους τους αδύναμους κρίκους της οικονομίας.
Η εκδήλωση της κρίσης στην Ελλάδα δεν επιτρέπεται να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι μισθοί πρέπει να μειωθούν. Αντιθέτως, οφείλει να στείλει το μήνυμα ότι οι μισθοί πρέπει να αυξηθούν ωθούμενοι από ισοδύναμη αύξηση της εξωστρεφούς παραγωγικής δραστηριότητας.
Για καλύτερους μισθούς, για καλύτερες ημέρες.