Η μετάβαση της Γερμανίας στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας δεν συμβαίνει αρκετά γρήγορα ώστε να επιτευχθούν οι κλιματικοί της στόχοι, σύμφωνα με έγγραφο του Υπουργείου Περιβάλλοντος της χώρας που διέρρευσε στα τοπικά μέσα.
Το Υπουργείο Περιβάλλοντος εκτιμά ότι οι υψηλές εκπομπές από τους σταθμούς παραγωγής ενέργειας με καύση άνθρακα και τις μεταφορές θα κάνουν τη χώρα να αποτύχει στους κλιματικούς της στόχους της για το 2020 με αρκετά μεγαλύτερη διαφορά από προηγούμενες προβλέψεις.
Η προειδοποίηση του υπουργείου ασκεί μεγαλύτερη πίεση για να σημειωθεί ταχύτερη πρόοδος σε ζητήματα που σχετίζονται με το κλίμα στις επερχόμενες συνομιλίες για τη συγκρότηση νέας κυβέρνησης συνεργασίας, μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του υπουργείου, χωρίς περαιτέρω δράση, οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα της Γερμανίας θα μειωθούν μόνο κατά 31,7% με 32,5% σε σχέση με τα επίπεδα του 1990. Δεδομένου του επίσημου στόχου της μείωσης των εκπομπών κατά 40%, το υπουργείο προειδοποιεί ότι μια αποτυχία αυτού του μεγέθους θα αποτελούσε «σημαντικό πλήγμα για την κλιματική πολιτική της Γερμανίας» και «καταστροφή για τη διεθνή φήμη της Γερμανίας ως παγκόσμιος ηγέτης της κλιματικής δράσης».
Την παραμονή των εκλογών του Σεπτεμβρίου, η Γερμανίδα καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ δεσμεύτηκε ότι η κυβέρνησή της θα βρει τρόπους για να εκπληρώσει τους φιλόδοξους κλιματικούς στόχους της χώρας. Ίσως η μόνη επιλογή της Γερμανίας για να μειώσει δραστικά τις εκπομπές της στο εγγύς μέλλον είναι να κλείσει τους σταθμούς λιγνίτη, οι οποίοι παράγουν την υψηλότερη ατμοσφαιρική ρύπανση. Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα για το Κόμμα των Πρασίνων στις επερχόμενες συνομιλίες συνασπισμού με τους συντηρητικούς της Μέρκελ και τους Ελεύθερους Δημοκράτες FDP.
Κάθε γερμανική κυβέρνηση από το 2007 έχει δεσμευτεί να μειώσει τις ετήσιες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου της χώρας κατά 40% έως το 2020, σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990. Το 2016, οι εκπομπές ήταν κατά 28% χαμηλότερες σε σχέση με το 1990. Τον Μάιο, οι προβλέψεις της κυβέρνησης έκαναν λόγο για μείωση των εκπομπών κατά περίπου 35%. Το έγγραφο του υπουργείου αναφέρει τώρα νέα στοιχεία που δείχνουν ότι ακόμη και αυτό το ποσοστό δεν θα επιτευχθεί.
«Συνοπτικά, η απροσδόκητα ισχυρή οικονομική ανάπτυξη, οι χαμηλές τιμές ενέργειας, η συνεχιζόμενη άνοδος των εξαγωγών ενέργειας και η αύξηση του πληθυσμού αποτελούν τους κύριους λόγους αυτής της εξέλιξης», αναφέρει το σημείωμα.
Η οικονομική ανάπτυξη και οι εξαγωγές θα αυξήσουν την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με άνθρακα, ενώ οι χαμηλές τιμές πετρελαίου θα αυξήσουν τη ζήτηση στους τομείς της θέρμανσης και των μεταφορών, σύμφωνα με το υπουργείο.