Το Ανώτατο Δικαστήριο του Λιβάνου καταδίκασε σε θάνατο τον Χαμπίμ Σαρτουνί, για τη δολοφονία, το 1982, του εκλεγμένου προέδρου της χώρας Μπασίρ Τζεμαγιέλ, ενός γεγονότος που αποτέλεσε σημείο καμπής για τον 15ετή εμφύλιο πόλεμο στη χώρα.
Ο Σαρτουνί, που ήταν μέλος του Συριακού Κοινωνικού Εθνικιστικού Κόμματος (SSNP), έχει παραδεχτεί τη συμμετοχή του στη βομβιστική επίθεση που σκότωσε τον Τζεμαγιέλ. Καταδικάστηκε ερήμην, αφού παρέμεινε στις φυλακές επί οκτώ χρόνια και δραπέτευσε τελικά το 1990.
Σε συνέντευξη που παραχώρησε στην εφημερίδα Al Akhbar του Λιβάνου, ο Σαρτουνί φέρεται να δήλωσε ότι ήταν πολιτική επιλογή να διεξαχθεί τώρα η δίκη του. Είπε επίσης ότι ζούσε στη Συρία από το 1994 μέχρι το 2004, αλλά δεν αποκάλυψε πού βρίσκεται τώρα.
Ο Τζεμαγιέλ σκοτώθηκε λιγότερο από έναν μήνα μετά την εκλογή του στην προεδρία του Λιβάνου και λίγο αφότου συμφώνησε να συζητήσει τους διπλωματικούς δεσμούς της χώρας του με το Ισραήλ. Η δολοφονία του, στις 14 Σεπτεμβρίου 1982, συνέπεσε με την εισβολή του Ισραήλ στον Λίβανο, ένα από τα αιματηρότερα επεισόδια του εμφυλίου πολέμου. Πυροδότησε επίσης τη σφαγή των Παλαιστίνιων στους προσφυγικούς καταυλισμούς Σάμπρα και Σατίλα, δύο ημέρες αργότερα.
Υποστηρικτές τόσο του Σαρτουνί όσο και του Τζεμαγιέλ διαδήλωναν έξω από το δικαστήριο τις ημέρες που συνεδρίαζε.
Ο Τζεμαγιέλ ήταν επικεφαλής των Χριστιανών Φαλαγγιτών και η υποψηφιότητά του είχε υποστηριχθεί από το Ισραήλ. Η εισβολή των ισραηλινών δυνάμεων είχε ως στόχο την εκδίωξη από τον Λίβανο τόσο της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO), όσο και του συριακού στρατού που είχε καταλάβει μέρος της χώρας το 1976, στο πλαίσιο ειρηνευτικής συμφωνίας.
Μετά τη δολοφονία του Τζεμαγιέλ, οι ισραηλινές δυνάμεις μπήκαν στη Βηρυτό και επέτρεψαν στους Φαλαγγίτες να μπουν στη Σάμπρα και τη Σατίλα, όπου οι μαχητές τους σκότωσαν εκατοντάδες άμαχους πρόσφυγες.
Η οικογένεια του Τζεμαγιέλ παραμένει ενεργή στην πολιτική σκηνή του Λιβάνου και ελέγχει το κόμμα Καταέμπ που είχε ιδρύσει ο πατέρας του.